Περί εκλογικών αποτελεσμάτων: Τι 4, τι 5, τι 6, τι 18%;

Σύμφωνοι, να εκτιμήσουμε το εκλογικό αποτέλεσμα! Αλλά τι ακριβώς ψάχνουμε; «Μηνύματα» που ερμηνεύονται κατά πως μας βολεύει ή μήπως επιχειρούμε να καταλάβουμε τι έχει συμβεί; Γιατί είναι πιο δύσκολο να αντιμετωπίσουμε κατάματα τα πράγματα, από το να τα προσαρμόσουμε στα μέτρα και τις «πάγιες» θέσεις μας.


Έτσι, για παράδειγμα αρκετοί, ενώ δεν έβλεπαν και δεν άκουγαν τίποτα μέχρι τις εκλογές, σήμερα θεωρούν πως στο αποτέλεσμα δικαιώνεται η επιχειρηματολογία τους! (Αλίμονο, τόσο προβλέψιμη και φτωχή, όσο και κάθε προσπάθεια που εξαντλείται σε εσωκομματικές σκοπιμότητες). Καμία πάντως απόπειρα κατανόησης των εκλογικών αποτελεσμάτων, δεν μπορεί να παρακάμψει το βασικό γεγονός: Ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διέγραψε σε σύντομο χρονικό διάστημα, μια πλήρη περιστροφή πολιτικής επιρροής, γεγονός πρωτοφανές για τα τελευταία χρόνια.


Γιατί; Τι έγινε; Εδώ τίθεται το αρχικό κρίσιμο ερώτημα, ουσίας και υποκρισίας ταυτόχρονα: Γιατί εξεγείρονται με το εκλογικό αποτέλεσμα όσοι έβλεπαν στη δημοσκοπική άνοδο μια επικοινωνιακή φούσκα; Πώς κάτι γίνεται κατανοητό ως πτώση, αν προηγουμένως δεν έχει γίνει αντιληπτό ως άνοδος; (!)


 


Ο κύκλος


Από τη δεκαετία του '90, το συντηρητικό «εκσυγχρονιστικό» εγχείρημα διαγράφει κι αυτό το δικό του κύκλο: Αρχικά εμπεδώνεται η αντίληψη πως οι απαραίτητες «αλλαγές» για τη χώρα συναρτώνται περισσότερο από την εφαρμογή επιστημονικά «αυτονόητων» και κοινά παραδεκτών συνταγών, παρά από κομματικούς-πολιτικούς συσχετισμούς. Η πολιτική υποβιβάζεται σε πρακτική, διαχείριση, αναδιάρθρωση κ.λπ. (Γι’ αυτό ο δικομματισμός δεν απειλήθηκε, ως το «αναγκαίο» πλαίσιο για την τεχνο-πολιτική και την ανάπτυξη). Η φάση αυτή συνοδεύεται όμως ταυτόχρονα και από την περιορισμένη πολιτικοποίηση, συμμετοχή και διαθεσιμότητα των πολιτών.


Μετά την πρώτη περίοδο Καραμανλή, όταν οι πυρκαγιές, τα σκάνδαλα και η οικονομική κρίση ανέλαβαν να πιστοποιήσουν την απαξίωση του νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού, σταδιακά, ο ριζοσπαστισμός αρχίζει και πάλι να αναζητά κάποια διέξοδο, όχι πλέον στα ιδεολογήματα, αλλά στην αναδιάρθρωση του πολιτικού σκηνικού. Πρώτη ένδειξη, τα αποτελέσματα των δημοτικών του 2006, όπου αναδείχτηκε ένα πλήθος αριστερών και ριζοσπαστικών δημοτικών κινήσεων. Στη συνέχεια, οι εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ. Νοέμβριος 2007, 800.000(;) «φίλοι» του ΠΑΣΟΚ ζητούν από τον καταρρέοντα Γ. Παπανδρέου «να τα αλλάξει όλα»!


Το αίτημα όμως αυτό είναι ανοιχτό και έχει πολλούς παραλήπτες! Φεβρουάριος 2008, ο Αλ. Τσίπρας αναλαμβάνει πρόεδρος του ΣΥΝ. Η ανανέωση του πολιτικού προσωπικού που εξαγγέλλεται από όλους επί 30 χρόνια, γίνεται πράξη σε μια νύχτα. (Τότε είναι που κάποιοι χαρακτηρίζουν τον Αλαβάνο «παίκτη», δηλαδή μη ελεγχόμενο παράγοντα). Οι δημοσκοπήσεις φέρνουν τον ΣΥΡΙΖΑ στο 18,4% (Νέα, 04/03/08). Η πολιτική αιχμών, (βλ. δημοψήφισμα για το ασφαλιστικό), προκαλεί νευρική κρίση στο ΠΑΣΟΚ. Ο ΣΥΡΙΖΑ αναδύεται σε αντιπολίτευση εισβάλλοντας στην κεντρική θεματολογία. Όταν ξεσπάει η κρίση στο «σκοπιανό», η εικόνα αρχίζει να αντιστρέφεται και καταγράφεται για πρώτη φορά «ενίσχυση του δικομματισμού» (Νέα, 7/4/08).


Τα «εθνικά» θέματα και το βέτο του Καραμανλή, (μόνιμη η υστέρηση και η απουσία της αριστεράς στα εθνικά), αναζωογονούν τα κόμματα εξουσίας. Τον Μάιο έρχεται το κύμα των καταλήψεων για το άρθρο 16 και τον Σεπτέμβρη του 2008, για πρώτη φορά από το 2000, καταγράφεται προβάδισμα του ΠΑΣΟΚ έναντι της Νέας Δημοκρατίας, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ πέφτει στο 10,8% (16/09/08). Ένα μήνα μετά, κι ενώ είναι παρούσα η οικονομική κρίση, τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ πέφτουν στο 8,8% (20/10/08), ενώ στις 22/12/08, μετά τη δολοφονία του Α. Γρηγορόπουλου, καταγράφονται στο 6,2%. Ο ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή, δεν φαίνεται να «τιμωρήθηκε» για τη στάση του στα «Δεκεμβριανά» καθώς η καθίζηση είχε αρχίσει νωρίτερα. Μάλλον τον Δεκέμβρη κλείνει ένας κύκλος των προσδοκιών και πρώτη η νεολαία στρέφεται σε μη διαμεσολαβούμενες και αυθόρμητες κινητοποιήσεις.


Η απογοήτευση


Επανερχόμαστε λοιπόν στο αρχικό ερώτημα, για να διατυπώσουμε μια άποψη που πάντως επιχειρεί να συνδεθεί με τα γεγονότα: Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν, στην κύρια πλευρά της, επικοινωνιακή φούσκα. Αντίθετα, αντανακλούσε τη διάχυτη, έστω χαμηλού δυναμικού, αλλά πάντως σαφή, κοινωνική απαίτηση για αναδιάρθρωση (με αριστερό πρόσημο) του κεντρικού πολιτικού σκηνικού, μετά από μια περίοδο αδράνειας και αποστασιοποίησης των πολιτών. Η δημοσκοπική έκρηξη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια ευκαιρία προς την αριστερά, που δεν ήρθε ούτε «αυτόματα», ούτε εξ αντανακλάσεως.


Η δυναμική της συγκροτήθηκε με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες (σε ευνοϊκό πολιτικό περιβάλλον), που είτε υλοποιήθηκαν κεντρικά, είτε στο πεδίο των κοινωνικών κινημάτων (νεολαία, καταστολή, περιβάλλον). Αυτό ήταν τελικά και το αίτημα που απευθύνθηκε προς τον ΣΥΡΙΖΑ του 18%: Να γίνει αντιπολίτευση. Να μεταφέρει δηλαδή την πολιτική του παρέμβαση σ’ ένα άλλο επίπεδο. Δεν του «ζητήθηκε» να μετάσχει σε κυβερνήσεις, (πράγμα που θα απαιτούσε εντελώς διαφορετικές προϋποθέσεις), αλλά να αποτελέσει υποδοχέα της αμφισβήτησης και μοχλό ανατροπής του πολιτικού σκηνικού, υπερβαίνοντας τη «συνήθη» απεύθυνση της αριστεράς. Και αντίστροφα:


Τα χαμηλά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές και η πρωτοφανής αποχή, υποδηλώνουν την απογοήτευση του ριζοσπαστικού ρεύματος και την ακύρωση της ελπίδας ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν με αλλαγές συσχετισμών στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Η «παραλία» συνιστά επιστροφή στο «προσωπικό», απόσυρση από την ελπίδα για αλλαγές μέσα από την αναδιάρθρωση της κομματικής γεωγραφίας. Η διαθεσιμότητα των πολιτών, εξανεμίστηκε στην αδυναμία της αριστεράς να ανταποκριθεί σ’ ένα ρόλο που η ίδια διεκδίκησε και επέβαλε στη δεδομένη πολιτική συγκυρία.


Η μετεκλογική απογοήτευση, οι εντάσεις, προς, αλλά και στο εσωτερικό, του ΣΥΡΙΖΑ και όσα πρωτοφανή ακολούθησαν, δεν μπορούν κατά τη γνώμη μας να ερμηνευτούν, παρά ως έκρηξη διάψευσης. Όχι των κομματικών στελεχών, αλλά της εκλογικής βάσης. Και η απογοήτευση (ή ο φόβος αντίστοιχα) δεν είναι για όσα έγιναν, αλλά για όσα θα μπορούσαν να γίνουν! Δεν νοείται λοιπόν καμία διαδικασία ανάκαμψης, πριν κατανοηθεί το γεγονός ότι οι προσδοκίες που διαψεύστηκαν ήταν τόσο πραγματικές, όσο πραγματική είναι η σημερινή απογοήτευση του κόσμου της αριστεράς. Από εκεί οφείλει να ξεκινήσει η προσπάθεια ανάκαμψης, αλλιώς όλα θα μοιάζουν μια ανεξήγητη ψυχολογική παραδοξότητα. Το στοίχημα λοιπόν παραμένει: Κατανόηση και υπέρβαση της πολιτικής πραγματικότητας «από τα αριστερά» ή αποφυγή και διαστρέβλωσή της;


«Κόκκινη κάρτα» για ποιον;


Ασφαλώς έκαστος δικαιούται να διατηρεί την κομματική του ταυτότητα. Αλλά το θέμα είναι άλλο και πρέπει να ειπωθεί καθαρά: Υπάρχει ή όχι για την αριστερά ανάγκη υπέρβασης των μονόδρομων και των μονόλογων; (Γιατί κάποιοι θεωρούν ότι αυτό το ζήτημα γίνεται κατανοητό μόνον όταν αναφέρονται στο ΚΚΕ;) Σε ποιο βαθμό οι ταυτότητες γίνονται συρματοπλέγματα, αντί δρόμοι επικοινωνίας; Θα συγκροτηθεί ένα πλαίσιο αντιπαράθεσης, που όμως θα παράγει ουσία και θα έχει αντίκρισμα ή θα μείνουμε στη ματαιότητα και σε μάχες χωρίς νικητές; Και τέλος, με τους «ανένταχτους» (που επιτέλους κάποιοι κατάλαβαν ότι υπάρχουν), τι θα γίνει; Ως πότε η παρουσία τους θα θεωρείται η δεξαμενή ασφαλείας για την αριστερά; Ποιοι, ως αόρατοι, τροφοδοτούν επί δεκαετίες τα κινήματα και τον ριζοσπαστισμό και κάποιοι απλώς τους προεξοφλούν ως ψηφοφόρους «μισής καρδιάς»; Θα μιλήσουμε για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ ή θα αφεθούμε στη διπλωματία; Μήπως η κατρακύλα της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει σταματήσει ακόμη;


Η σχέση ανένταχτων - αριστεράς δεν είναι απλώς μια οργανωτική εκκρεμότητα που θα λυθεί με παραχωρήσεις και οργανωτικά μέτρα. Το ζήτημα είναι κεντρικό, υπό την έννοια ότι σε αυτή τη σχέση ορίζεται το μόνο ζωογόνο «άνοιγμα» που μπορεί να επιχειρήσει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ. Η ανασυγκρότηση της αριστεράς δεν εξαντλείται στη δημιουργία μίας επιπλέον συνιστώσας ή στην κατά περίπτωση απεύθυνση σε άλλους κομματικούς χώρους. Δεν μπορεί να αφορά επίσης τη διαχείριση της εσωκομματικής γκρίνιας, αλλά μια εξαιρετικά επίπονη και αβέβαιη προσπάθεια, που μέλει να επιχειρηθεί εν μέσω ήττας και αδιαφορίας. Πρώτο βήμα, ίσως θα ήταν μια πολιτική που θα καθιστά ελκυστικότερα τα κόμματα, την πολιτική, την ίδια την αριστερά έναντι του «φαινομένου της παραλίας». Δεύτερο, η αναγνώριση πως συντρέχουν σημαντικές αλλαγές στην κεντρική πολιτική σκηνή, που ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να προσεγγίσει υπερβαίνοντας τις απλουστεύσεις (μεταναστευτικό, παγκόσμια κρίση, «εθνικά», ευρωσυνθήκες κ.λπ.).


Τελικά, πίσω από τις πρόσφατες θλιβερές αντιπαραθέσεις και τη μικροπολιτική, η αριστερά οφείλει, επίμονα και πειστικά, να αναγορεύσει και πάλι σε κυρίαρχο φυσιογνωμικό της χαρακτηριστικό, μια πολιτική που ανιχνεύει, κατανοεί και σέβεται τις ανάγκες και τις διαθέσεις του χώρου της αμφισβήτησης, σε μια διαρκή απόπειρα οργανικής διασύνδεσης μαζί του. Όποιοι νομίζουν ότι υπάρχουν άλλες επιλογές, ας τις διατυπώσουν ξεκάθαρα.


Γιάννης Τσούτσιας, Βριλήσσια

 
eXTReMe Tracker