Το πρόβλημα δεν είναι τόσο το περίβλημα ΣΥΡΙΖΑ αλλά το περιεχόμενο

Του ΣΤΑΘΗ ΛΟΥΚΑ


Η ποδηλασία είναι ενδιαφέρον άθλημα και αν αφαιρέσεις το απλό χρονομετρικό ετάπ (διαδρομή) είναι ένας συνδυασμός ατομικότητας και συλλογικότητας. Ο συνδυασμός αυτός γίνεται χρυσός κανόνας κατά τη διάρκεια των μεγάλων ποδηλατικών γύρων, όπου η νίκη ή καλή θέση σε ένα ετάπ στοχεύει στην τελική νίκη  Κατά τη διάρκεια ενός ετάπ οι ποδηλάτες μιας ομάδας καλύπτουν, βοηθούν ή προετοιμάζουν την κίνηση φυγής ή το φίνις του συναδέλφου τους που μπορεί να νικήσει ένα ενδιάμεσο στόχο (βραβείο) ή το συγκεκριμένο ετάπ. Η συμπεριφορά των υποψηφίων του ΣΥΡΙΖΑ, -ιδίως εκείνων εκτός ΣΥΝ, όπως υποδειγματικά η υποψήφια της ΚΟΕ κ.λπ.- δεν είχε καμιά σχέση με εκείνη της ποδηλατικής ομάδας. Οι υποψήφιοι αυτοί συμπεριφερόνταν σαν αυτόχειρες προετοίμαζαν την volata (φίνις, ξεπέταγμα κ.λπ.), για τη νίκη του  ενδιάμεσου «βραβείου» ή της νίκης του ετάπ, στον εκάστοτε συζητητή ή  υποψήφιο του ΚΚΕ.


Οι υποχωρήσεις αυτές οφείλονται στα μεγάλα ερωτηματικά  που δεν τα προκαλούν οι αμφισβητήσεις του Μάαστριχ κ.λπ., κ.λπ., όσο η επιμονή να αντικρίζουν την πραγματικότητα μέσα από τον μοναδικό οικείο οπτικό φακό του κράτους-έθνους. Η καθημερινότητα αποδείχνει ότι ο εν λόγω φακός δεν επαρκεί, μια και το 50% των αποφάσεων που την διαμορφώνουν δεν λαβαίνονται σε εθνικό αλλά σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το πλαίσιο της Ε.Ε είναι αναγκαίο όχι μόνο εκεί που έχει, ήδη, γίνει μεταφορά κυριαρχίας -εμπόριο, νόμισμα, σύνορα- αλλά και σε θέματα που τυπικά παραμένουν στα πλαίσια του εθνικού χώρου όπως π.χ. οι κλιματικές αλλαγές, η ενέργεια, η μετανάστευση, η εξωτερική πολιτική κ.λπ. και που δεν πρόκειται όμως να βρουν συνολικές λύσεις μόνον στο εθνικό πλαίσιο. Αντίθετα οι  συνολικές λύσεις σε εθνικό πλαίσιο είναι δυνατές μόνο όταν αναπτύσσονται στα πλαίσια τα ευρωπαϊκά και τα διεθνή.


Το αντίκρισμα όλων των πιο πάνω και άλλων ακόμα μέσα από τον μονοδιάστατο οπτικό φακό του κράτους-έθνους, είναι σαν να περιοριζόμαστε στη ζωγραφική των δύο διαστάσεων απορρίπτοντας την προοπτική που εισήγαγε εδώ και εξακόσια χρόνια ο Πιέρο ντέλλα Φραντσέσκα. Και έδωσε  έτσι μια διάσταση ανθρώπινη της πραγματικότητας και όχι μια ιδεολογική όπως η βυζαντινή ζωγραφική.


Το πρόβλημα δεν είναι τόσο το περίβλημα ΣΥΡΙΖΑ όσο βασικά το περιεχόμενο με το οποίο τον γέμισαν -και σε αυτό συνέβαλαν σαν πρώτοι «αμαρτήσαντες» οι ιδρυτές του- και το οποίο μετά μεταγγίζουν στον ΣΥΝ για να μετατοπίζουν σταδιακά τους συσχετισμούς και να αλλάζουν τις βασικές αρχές, συνύπαρξης, των συνιστωσών διαφορετικής ιστορικής και πολικοϊδεολογικής προέλευσης. Υπόβαθρο της συνύπαρξης ήταν η αποδοχή του δημοκρατικού δρόμου, ο οποίος τώρα πρέπει να ειδωθεί όχι πια στα γνωστά πλαίσια του κράτους-έθνους και έχοντας κατανοήσει πλήρως ότι η παγκοσμιοποίηση και η αλλαγή του παραγωγικού προτύπου έχουν υποσκάψει τον συμβιβασμό μεταξύ κεφαλαίου και Δημοκρατίας και επόμενα την ικανότητα αντιπροσώπευσης των αριστερών κομμάτων. Η σημερινή «κρίσις» επανατοποθετεί το θέμα, αλλά στην αναζήτηση και διερεύνηση των απαντήσεων πρέπει να πάμε -στ' αχνάρια των Ντούμπτσεκ, Μπέρλινγκουερ- πέρα από αυτούς και όχι γυρίζοντας στον Στάλιν,  ή χειρότερα στον Μπορντίγκα, που έχασε από τον Γκράμσι τη σύγκρουση για τις συμμαχίες, στο συνέδριο της Λυών το 1926. Οι ήττες είναι παιδιά συγκεκριμένων ηγεσιών, που δεν μπορεί να μετατοπισθούν με το παιχνίδι των τριών τραπουλόχαρτων, και πολύ περισσότερο συγκεκριμένης πολιτικής κουλτούρας, που τώρα πρέπει να αλλαχθεί.


Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεγάλη «κρίσις»  και δεν πρόκειται για μια από τις μεγάλες κρίσεις που κάθε τόσο εμφανίζονται στην ιστορία του καπιταλισμού. Πρόκειται για μια «κρίσις» πολύ διαφορετική, γιατί οι κρίσεις που συνταράσσουν τον κόσμο είναι δύο: η οικολογική και εκείνη η οικονομική. Που είναι στενά αλληλένδετες μεταξύ τους και  αποτέλεσμα της ίδιας λογικής που είναι μακριά από «την ηθική τών  ορίων και της ικανότητας αντιπαράθεσης της ποιότητας στην ποσότητα», με τεράστιες κοινωνικές, πολιτισμικές κ.λπ.  επιπτώσεις με διάφορες διαστάσεις, που τείνουν να βάλουν σε κρίση το πολιτικό σύστημα σε συνδυασμό -σε ορισμένες χώρες- με «την ηθική κρίση του» και να  συμπαρασύρουν και τις δημοκρατικές δομές. Δεν είναι τυχαίο ότι από τις εκλογές η Ε.Ε. βγαίνει πολιτικά προς τα δεξιά και σε ορισμένες χώρες με ρατσιστικά χαρακτηριστικά. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ελλάδα τα δύο αριστερά κόμματα  (υπερδογματικό το ένα  και  με σημαντικό μαξιμαλισμό και οικονομισμό το άλλο) δεν κατόρθωσαν να «απορροφήσουν» και να εκφράσουν την αποχή (τεράστια σε σύγκριση με το παρελθόν), ενώ δεν πρέπει να μας ξεφεύγει από την προσοχή η άνοδος του ΛΑΟΣ σε περιοχές εργαζομένων των μεγάλων αστικών κέντρων. Αυτά είναι μερικά από τα σημεία, από τα οποία πρέπει να ξεκινήσει η περίσκεψη της αριστεράς, του εργατικού κινήματος και των κινημάτων. Υπάρχει πραγματικός κίνδυνος αυτό το ατελές ευρωπαϊκό οικοδòμημα να «καταρρεύσει» μέσα στις εθνικοκρατικές αντιθέσεις και ιδιαιτερότητες και να οπισθοδρομήσει έτσι η συνολική κατάσταση αντί να δοθεί μια διαφορετική ώθηση και κατεύθυνση. Μετά από αυτές τις εκλογές η Ε.Ε. φαίνεται σαν να νοσταλγεί, κατά κάποιο τρόπο εκείνη μετά το '29: αυταρχισμός, ρατσισμός, εθνικιστικές ωθήσεις της άκρας δεξιάς, αποτυχημένες οικονομικές πολιτικές, ανεργία και οικολογική κρίση.


Στα αρχαιοελληνικά «κρίσις» σημαίνει ασυνέχεια, αλλαγή όχι μόνο για την οικονομία και το περιβάλλον αλλά και για την ίδια την αριστερά. Από καιρό, πια, η ελληνική αριστερά (στη συνθετότητά της) δεν είναι σε θέση, πια, να δώσει απαντήσεις στις προκλήσεις της πολιτικής και  πολύ περισσότερα ακόμα να βάλει τα σωστά ερωτηματικά. Και, αυτό,  ταλανίζεται συστηματικά μεταξύ δύο θέσεων: μιας κοντόφθαλμης «μεταρρυθμιστικής» -που αφήνει έκθετα τα πλευρά της στην κριτική της επιδίωξης της «καρέκλας»- και μιας της διαμαρτυρίας, της αμφισβήτησης  και «επαναστατικής προπτικής» αλλά μόνον με φρασεολογία διαφόρων αποχρώσεων. Μιά αριστερά μακριά από εκείνη που επιδιώκουμε ως αυθεντική δηλ. προγραμματικής, που θα προσπαθεί στην καθημερινότητα της να συμβάλλει στη δόμηση ενός συγκεκριμένου μεταρρυθμισμού που κινείται στον δημοκρατικό δρόμο της επιδίωξης των ιδανικών  που προκύπτουν από τον προσανατολισμό της και τη σκέψη της για μια διαφορετική κοινωνία. Επόμενα η ανανεωτική αριστερά πρέπει να συμβάλλει στη δημιουργία μιας καινούργιας πολιτικής και κοινωνικής συμμαχίας που θα κινείται στην κατεύθυνση της «ασυνέχειας» σε σχέση με τις πολιτικές που μας οδήγησαν στην «κρίσιν». Αυτό όμως προϋποθέτει -όχι μια επιστροφή σε ένα σταλινικό ή νεοδογματικό και μαξιμαλιστικό  παρελθόν- αλλά τη «δόμηση» ενός σύγχρονου πολιτικού οργανισμού με ισχυρή πολιτισμική, προγραμματική και κοινωνική αυτονομία σε σχέση με τα άλλα κόμματα του αντιδεξιού φάσματος. Μια αριστερά ικανή, πριν δώσει απαντήσεις, να βάλει ερωτήματα στην κοινωνία. Από τα οποία, όμως μετά, θα είναι σε θέση να διακρίνει και να διαβάσει τα δεδομένα που εμπεριέχουν, να τα αποκρυπτογραφήσει και μόνο- έτσι- αφού κατορθώσει να τα ερμηνεύσει να τα αντιπροσωπεύσει. Αλλά ποτέ να μην τα αντιπροσωπεύσει σαν απλή και παθητική  αντανάκλαση, «της αντικειμενικής σχέσης των δυνάμεων που ανεξέλεγκτα τα διαμορφώνουν», ενδεικτικό το δίδαγμα του Δεκεμβρίου.


Ενώ θα έχει ξεκαθαρίσει:


α. Ότι η προοπτική της χώρας, μέσα από τις ιδιαιτερότητές της, είναι εκείνη της ευρωπαϊκής κουλτούρας και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και επόμενα δεν υπάρχουν συγκρίσεις και συγκλίσεις έξω από αυτή την προοπτική.


β. Ότι η πολιτική θα είναι αποτελεσματική και ηθικά αναγνωρίσιμη αν είναι σε θέση να δώσει απάντηση -πέρα από άλλα- σε μια συγκεκριμένη συνθήκη: να διαμορφώσει ένα μοντέλο ανάπτυξης που θα λαβαίνει υπ' όψη ως οριακούς παραμέτρους τα δικαιώματα των εργαζομένων και το περιβάλλον.


Πράγμα, όμως, που δεν μπορεί να γίνει έξω από τη ροή της πολιτικής και κοινωνικής καθημερινότητας και πραγματικότητας, δηλ. κολλημένοι στη λογική πρώτα «να δυναμώσουμε και μετά να ασχοληθούμε με την πολιτική».


Μόνον έτσι μπορεί να μπαίνει το πρόβλημα των συμμαχιών και όχι σαν σκόρπιο μπουλούκι ή σε ένα υποθετικό αύριο, που όμως τα πράγματα θα έχουν ακολουθήσει τη ροή και τις ωθήσεις άλλων. Μια και σε μας υπάρχει η σιδερένια «πεποίθηση ότι υπάρχουν για την ιστορική εξέλιξη αντικειμενικοί νόμοι... Και επειδή συνέπεια αυτών οι ευνοϊκές συνθήκες... θα παρουσιασθούν, χωρίς άλλο προκύπτει η μη χρησιμότητα αλλά ακόμα και η ζημιά κάθε θεληματικής πρωτοβουλίας που τείνει να συμβάλλει στη δημιουργία αυτών των καταστάσεων σύμφωνα με ένα πρόγραμμα, ένα  σχέδιο".


Από την άλλη μεριά η πανωλεθρία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, που είναι και βασικά αποτέλεσμα της σχεδόν προσαρμογής της -με διάφορες εξαιρέσεις- στις νεοφιλελεύθερες επιλογές, απαιτεί και από τους Έλληνες σοσιαλιστές μια στροφή και μια συνολική περίσκεψη. Όμως πέρα από τις υποκειμενικές επιλογές, έχουν αλλάξει πολλές από τις παράμετρους -ορισμένοι έχουν προαναφερθεί- επάνω στους οποίους στηρίχθηκε ο σοσιαλδημοκρατικός συμβιβασμός. Κάτι που αφορά όλους και τη ριζοσπαστική και τη μετριοπαθή αριστερά.

 
eXTReMe Tracker