Κριτική της κριτικής: σχετικά με τον ΣΥΡΙΖΑ

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ*


Ξεκινώ με μια πρόβλεψη -- κι ας ηχήσει παράταιρη με όσα έχουν μεσολαβήσει τον τελευταίο μήνα: αν το σχέδιο που υλοποιεί ο χώρος μας την τελευταία πενταετία συνεχιστεί απερίσπαστο, τότε υπάρχει ακόμη πολύ σοβαρό ενδεχόμενο η απειλή για το σύστημα να γίνει πολύ υπολογίσιμη. Τον Δεκέμβριο εμφανίστηκε αυτή η απειλή να τρέχει στους δρόμους όλης της χώρας, και δεν υπήρξε δύναμη έτοιμη να της δώσει πολιτική προοπτική κάνοντάς την πραγματική δυνατότητα ανατροπής. Ούτε, βέβαια, ο ΣΥΡΙΖΑ έπαιξε αυτό τον ρόλο. Υπήρξε, ωστόσο, μια κρίσιμη διαφορά του που, προς μεγάλη του τιμή, τον "απομόνωσε" από όλες τις άλλες δυνάμεις τις πολιτικής σκηνής: ο ΣΥΡΙΖΑ θέλησε να παίξει αυτό τοn ρόλο, δεν τον αρνήθηκε. Δεν τα κατάφερε, αλλά το επιδίωξε.


Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στα σοβαρά.


Ευτυχώς έχουμε ύλη πάνω στην οποία μπορούμε να στηρίξουμε τη συζήτηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αρθρογραφία του Ανδρέα Πανταζόπουλου, ο οποίος συχνά σχολιάζει με ενδιαφέροντα τρόπο το πώς η δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ (δηλαδή το γεγονός ότι σε συνθήκες κρίσης του πολιτικού συστήματος λειτούργησε ως "κίνημα" και όχι ως "κόμμα", ποντάροντας σε μορφές πολιτικής κινητοποίησης, που τον έφερναν "εκτός του πολιτικού συστήματος"), μετατράπηκε σε πρόβλημα, από τη στιγμή που έγινε φανερό πως ο κινηματικός του χαρακτήρας δεν αφορά το "εθνικό ακροατήριο".


Πολύ περισσότερο που ο αδιάλλακτος κινηματισμός του τον έφερε σε πολυμέτωπο αγώνα εναντίον όλων των υπόλοιπων πολιτικών δυνάμεων στερώντας τη δυνατότητα για τις αναγκαίες πολιτικές συμμαχίες χωρίς τις οποίες η ανατροπή του πολιτικού σκηνικού είναι ανέφικτη. Ο Πανταζόπουλος βλέπει εδώ την αδυναμία μας να κατανοήσουμε την αυτονομία του πολιτικού πεδίου, τους δικούς του όρους και συνθήκες, που, αν δεν ληφθούν υπόψη, η κατάληξη είναι δυσάρεστη.


Επενδύουμε στο κοινωνικό, "υποβαθμίζοντας [...] δραματικά την ανάγκη ενός μπλοκ πολιτικών συμμαχιών, θεωρώντας ίσως ότι τα κινήματα από μόνα τους είναι ικανά να υποκαταστήσουν το ίδιο το πολιτικό πεδίο [...] τελικά να το "καταργήσουν" (ως "κατεστημένο")". Αναγνωρίζοντας, βέβαια, ο ίδιος πόσο "δύσκολη υπόθεση [είναι] ο λαϊκισμός" υποστηρίζει πως, εν τέλει, θα κριθούμε από τη δυνατότητα μας να συνδυάσουμε την αντι-συστημικότητά μας με την θεσμική κανονικότητα -- πράγμα που, προσώρας δεν καταφέρνουμε.


Ας διατυπώσω τις αντιρρήσεις μου στο παραπάνω σχήμα, ξεκινώντας από το τελευταίο. Ξέρω πως "ο λαϊκισμός είναι δύσκολη υπόθεση". Νομίζω, ωστόσο, πως το πρόβλημά μας δεν βρίσκεται εδώ. Ο "κινηματισμός" μας δεν συνίσταται σε μια προσπάθεια, μέσω των κατάλληλων εγκλήσεων, να διαμορφώσουμε ένα "λαό" που θα μας ακούει στη συνέχεια προσεκτικά και θα κινείται σταθερά "μαζί μας".


Υπακούει στην εμμονή μας να αναδεικνύουμε ως προνομιακό στοιχείο της πολιτικοποίησης που επιδιώκουμε την ενσώματη, όσο το δυνατόν αμεσότερη, συμμετοχή των ανθρώπων σε όσα τους αφορούν. Μερικές φορές μπορεί να λυγίζουμε το ραβδί περισσότερο από το "κανονικό". Πώς θα μπορούσε, όμως να γίνει αλλιώς εφόσον, αν έχουμε μια υποκατάσταση πεδίων στην πράξη, είναι αυτή του κοινωνικού από το πολιτικό και όχι το αντίθετο -- για το οποίο μας ελέγχει ο Πανταζόπουλος; Δεν θα μπορούσε, νομίζω.


Σε ένα παρόμοιο σχήμα προσέφυγε πρόσφατα και ο Δημήτρης Γιατζόγλου με άρθρο του στα "Ενθέματα". Γράφει: "Μέσα από αυτήν την στροφή αναβαθμίζει ριζοσπαστικά στοιχεία της φυσιογνωμίας του και επανασυνδέεται με τα κινήματα, μόνο που το εκκρεμές σκαλώνει στο άλλο άκρο: υιοθετείται, τελικά, ένα απλουστευτικό ερμηνευτικό σχήμα για τον τρόπο με τον οποίο το κοινωνικό αυθόρμητο 'μεταφράζεται' σε πολιτικό ριζοσπαστισμό, μέσα από έναν εγγενή αυτοματισμό. Το σχήμα αυτό λέει περίπου ότι οι κοινωνικές αντιστάσεις, μέσα από μια διαδικασία επιμέρους συγκρούσεων, δημιουργούν συνθήκες ανάπτυξης ενός αντικαπιταλιστικού ριζοσπαστισμού που γεννά πολιτικά υποκείμενα, για να συγκροτηθεί έτσι η 'πολύχρωμη Αριστερά'...".


Είναι φανερό πως δεν είναι έτσι. Κανείς δεν ισχυρίζεται τέτοια πράγματα. Γι' αυτό, άλλωστε, και ο Δ. Γιατζόγλου γράφει πως τα λέμε περίπου κι όχι ακριβώς. Αυτό που ισχύει είναι πως τόσο η δική του όσο και πολλές άλλες αντίστοιχες τοποθετήσεις εμφανίζουν ως έλλειμμα της "ριζοσπαστικής" πλευράς αυτό που είναι συνολικό πρόβλημα όλης της παράταξης. Και, ενώ δίνουν την εντύπωση για το αντίθετο, δεν έχουν απάντηση περισσότερο από τους "κρινόμενους". Το ζήτημα δεν είναι να επισημαίνουμε πως "η έννοια της ηγεμονίας είναι απούσα", αλλά να βρούμε τρόπους για να επιτευχθεί η αριστερή ηγεμονία.


Και αυτό δεν είναι πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ, είναι πρόβλημα μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου, για την παγκόσμια Αριστερά. Δεν είναι αλήθεια πως, επειδή ίσως κάτι μας διαφεύγει ή δεν προσέχουμε επαρκώς, "η διαλεκτική σύνθεση μεταξύ κοινωνικού από τη μια και θεωρίας, στρατηγικής και κουλτούρας από την άλλη, ώστε να ανυψωθεί η πάλη στο επίπεδο διεκδίκησης της πολιτικής εξουσίας, υποκαθίσταται από τη 'συγκρουσιακή κουλτούρα'". Το θέμα είναι πως η διαλεκτική σύνθεση μεταξύ κοινωνικού από τη μια και θεωρίας στρατηγικής και κουλτούρας από την άλλη είναι πολύ δύσκολη υπόθεση, και το παρελθόν του ΣΥΝ ως "κόμματος πολιτικής ενότητας και πέραν αυτού ουδέν" είναι μια από τις αιτίες για την επαύξηση αυτής της δυσκολίας.


Για την "πολιτική μας οκνηρία" το τελευταίο που ευθύνεται είναι ο "κομφορμισμός του ριζοσπαστισμού", όταν, μάλιστα, κατατρυχόμαστε ως χώρος από τόσους άλλους, πολύ πιο καθωσπρέπει, κομφορμισμούς. Η στροφή προς τον ριζοσπαστισμό και τα κινήματα μας έδωσε ανάσα. Δεν μας έλυσε το στρατηγικό μας έλλειμμα, πλήρωσε ωστόσο ένα χρόνιο κενό. Και χωρίς αυτό θα ήμασταν σίγουρα πολύ χειρότερα.


***


Δεν μας διαφεύγει πάντως πως είμαστε πολιτικός οργανισμός, και όχι "κίνημα". Γι' αυτό και μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα η διαμόρφωση πολιτικών συμμαχιών --και "με το διάβολο ακόμη"--, προκειμένου να επιτευχθούν άμεσα αποτελέσματα για τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις και κατηγορίες ή αναφορικά με τη διαφύλαξη και επέκταση δημοκρατικών κατακτήσεων. Στο πλαίσιο και της θεσμικής κανονικότητας έχουμε για καιρό βομβαρδίσει τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης με προτάσεις κοινής παρέμβασης για μεγάλα ή μικρά ζητήματα -- σε ώτα μη ακουόντων.


Η αλήθεια είναι πως πραγματικά δεν μας ενδιαφέρει το "εθνικό ακροατήριο" -- η προσπάθειά μας αφορά την έκφραση συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων, των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να είναι σε σύγκρουση με μεγάλο τμήμα του "έθνους", και όχι μόνο με το μεγαλοαστικό. Αυτό δεν μας κάνει, όμως, αδιάφορους στο θέμα των πολιτικών συμμαχιών. Οι τελευταίες μπορεί, απλώς, όσο κι αν την αναγκαιότητά τους την επικαλείσαι διαρκώς και αδιαλείπτως, να μην είναι υλοποιήσιμες, για λόγους που αντικειμενικά σε ξεπερνούν σε συγκεκριμένες στιγμές.


Δεν θα σταματήσουμε προφανώς να κάνουμε πολιτική εξαιτίας αυτού, έστω και "απομονωμένοι" -- πολύ περισσότερο, μάλιστα, που σε αρκετές περιπτώσεις δεν τα καταφέραμε και άσχημα σε ό,τι αφορά τα έμπρακτα αποτελέσματα. Απλώς, τελευταία, μέσα στον ορυμαγδό, όλο και περισσότερο τείνουμε να το ξεχνάμε: ο ΣΥΡΙΖΑ, τα τελευταία πέντε χρόνια, έχει να δείξει σημαντικά περισσότερες επιτυχίες παρά αστοχίες.


Το εγχείρημα της δημιουργίας μιας νέας ανταγωνιστικής, ταξικής Αριστεράς, μετά από ήττες δεκαετιών της προηγούμενης εκδοχής της που την έφεραν στο όριο της εξαφάνισης, είναι προφανώς εξαιρετικά δύσκολο, δυσκολότερο και από τον λαϊκισμό. Γι' αυτό και θα κριθεί σε μακρό χρόνο και όχι βάσει εκτιμήσεων στα όρια του εκλογικού κύκλου. Δεν είναι απίθανο, μάλιστα, να πληρωθεί κι άλλο άμεσο κόστος -- δεν θα πρέπει να αρνηθούμε να το πληρώσουμε.


Πολύ περισσότερο που άλλοι ανάμεσα στους σοβαρούς κριτικούς μας επισημαίνουν --σε συμφωνία, πρέπει να πω, μαζί μας-- πως το στοίχημα της πολιτικής μας δυναμικής θα κριθεί στο μέτρο που θα γίνουμε ταξική Αριστερά το ίδιο καλά όσο σήμερα είμαστε "πολιτισμική". Αυτό επιχειρούμε. Φαίνεται πως ως προς τη νέα εργατική τάξη --και όχι μόνο ηλικιακά-- κάνουμε καλά και σταθερά βήματα, κι ας πήγαν πολλοί ανάμεσά τους για μπάνιο την Κυριακή των εκλογών. Δεν ισχύει το ίδιο σε ό,τι αφορά τα πιο παραδοσιακά φτωχά στρώματα· εδώ πρέπει να βρούμε καλύτερους δρόμους επαφής.


Υπάρχει, όμως, ένα στοιχείο στο οποίο θέλω να μείνω λίγο. Ο Γεράσιμος Μοσχονάς σε ένα άρθρο του πριν από λίγους μήνες, αφού επισήμαινε τα όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο, την ανάγκη δηλαδή να γίνουμε ταξική Αριστερά, ειδικά σήμερα που τα οικονομικά ζητήματα γίνονται το αποκλειστικό σχεδόν και επιτακτικό επίκεντρο της πολιτικής παρέμβασης, μας έκανε επιπλέον κριτική για την εμμονή μας στον σοσιαλισμό.


Έγραφε συγκεκριμένα: "Είναι επίσης ενδεικτικό ότι υπάρχουν απόψεις στο εσωτερικό της [ριζοσπαστικής Αριστεράς] οι οποίες υποστηρίζουν τη θέση ότι 'η αριστερά δεν έχει λόγους να αναζητεί σχέδιο διεξόδου από την κρίση' [πρόκειται για απόσπασμα από κείμενο του Κοκκινοπράσινου Δικτύου]. Στην ουσία οι απόψεις αυτές, που συχνότατα θεμελιώνονται στις πιο διεισδυτικές αναλύσεις της σημερινής κρίσης, επαναφέρουν την παλαιά θέση περί "επικαιρότητας του σοσιαλισμού", παραβλέποντας το γεγονός ότι η έλξη που ασκεί η ιδέα του σοσιαλισμού είναι βαθύτατα μειοψηφική στην Ευρώπη. Ποτέ στην πραγματικότητα δεν ήταν τόσο μειοψηφική". Δεν έχω τοn χώρο εδώ για μια επαρκή τοποθέτηση πάνω σε αυτήν τη σημαντική διατύπωση του Μοσχονά.


Θα αρκεστώ σε ένα ερώτημα --σε τέσσερις παραλλαγές-- που με μια έννοια προδιαγράφει και την αναγκαία τοποθέτηση. Υπάρχει ενδεχόμενο να συγκροτηθεί μια ταξική Aριστερά χωρίς στρατηγική αναφορά στην υπέρβαση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης; Υπάρχει περίπτωση να οικοδομήσουμε αποτελεσματικές εγκλήσεις των κατώτερων τάξεων χωρίς την ένταξή τους σε μια κάποια "μεγάλη αφήγηση"; Εν τέλει, υπάρχει ηγεμονία που να μπορεί να συγκροτηθεί στα "μικρά και καθημερινά"; Μπορούμε, ως Αριστερά, να κάνουμε χωρίς τον σοσιαλισμό;


*Ο Χρήστος Λάσκος είναι μέλος της ΠΓ του ΣΥΝ

 
eXTReMe Tracker