Η αντισυστημική δυσανεξία

Του ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ


Μου είναι δύσκολο να παρακολουθήσω το ιδεολογικό νήμα της σκέψης του Βασίλη Βενιζέλου, το ίδιο ακριβώς σύμπτωμα έχω και με τον Σάκη Κουρουζίδη. Θα μου πείτε για ποιο λόγο χρειάζεται η ιδεολογική ακτινογραφία βασικών «επιφυλλιδογράφων» της Αυγής; Για άλλα πράγματα είναι απαραίτητοι στην εφημερίδα οι άνθρωποι, και στα άλλα ανταποκρίνονται μια χαρά. Στα θέματα της υγείας ο πρώτος, του περιβάλλοντος ο δεύτερος.


Δεν είμαι παράλογος, θα σας απαντήσω, ούτε ζήλεψα τον Σουσλόφ ή τον Μαϊλη, απλά αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που συνέχει και οιστρηλατεί πολλούς και διαφορετικούς αρθρογράφους, σε πολλά και διαφορετικά έντυπα, της Αυγής μη εξαιρουμένης, να «βγάζουν πιστόλι» μόλις ακούν τη λέξη «αντισυστημικός». Θα μου πείτε, και θα έχετε δίκιο, σιγά το νέο… πάντα έτσι γινόταν, τουλάχιστον από τότε που «ανακαλύφθηκε» η πάλη των ιδεών, η ιδεολογική αντιπαράθεση για την ηγεμονία με άλλα λόγια. Έχετε δίκιο και άδικο μαζί γιατί τώρα δεν μιλάμε για τον Πρετεντέρη ή τον Μανδραβέλη, για τους (θεωρητικούς) στυλοβάτες του συστήματος, αλλά για ανθρώπους που παίζουν στα δάχτυλα τον Γκράμσι και τον Πουλαντζά και τους επικαλούνται κάθε τρεις και λίγο για να δώσουν θεωρητικό βάθος στους ισχυρισμούς τους.


Να διευκρινίσω από την αρχή τους κανόνες του παιχνιδιού της αντιπαράθεσης, με την επισήμανση ότι δεν είμαι αντίθετος με την «πολεμική», νομίζω ότι ούτε οι δύο αγαπητοί δημοσιογράφοι την ασκούν (την πολεμική) με επιμέλεια και συνέπεια. Η πολεμική -παρεξηγημένη έννοια- κάνει τα επιχειρήματα αδρά, κρουστικά, τα γυμνώνει από φραστικά φτιασίδια, «πολώνει» τις έννοιες, ώστε να γίνονται κατανοητές, το ίδιο και τα «στρατόπεδα». Υπηρετεί με δύο λόγια τα πολιτικά επίδικα.


Να διευκρινίσω επίσης ότι δεν θεωρώ αμάρτημα της εφημερίδας τη φιλοξενία απόψεων που υπερασπίζονται άλλο κόμμα πλην του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ, των Οικολόγων Πράσινων για παράδειγμα, αλίμονο, κανείς δεν θέλει την Αυγή «όργανο». Ούτε θεωρώ αμάρτημα την υπεράσπιση του ρεφορμισμού, το κάνει εξ άλλου με ζήλο η Ανανεωτική Πτέρυγα.


Δεν πρόκειται περί αυτού. Η αντίθεσή μου με τους Βενιζέλο και Κουρουζίδη σε τίποτα δεν έχει να κάνει με την ιστορική αντίθεση επαναστατών και ρεφορμιστών, παρά μόνο με την (παλιά, πολύ παλιά) αντίθεση: «διατήρηση ή μετασχηματισμός» (του υφιστάμενου κοινωνικοπολιτικού συστήματος). Εξ άλλου η ιστορική έκφραση του ρεφορμισμού, η σοσιαλδημοκρατία, τουλάχιστον η κλασσική σοσιαλδημοκρατία των Γερμανών, των Άγγλων Εργατικών, των Γάλλων, των Σκανδιναβών -μέχρι πρόσφατα- στα προγράμματά τους βάζανε το ζήτημα του σοσιαλισμού (με κίνδυνο να χαρακτηριστούν «αντισυστημικοί» από τους σημερινούς φονταμενταλιστές του ρεαλισμού).


Ο ίδιος ο Κάουτσκι- πατριάρχης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας- χαρακτήριζε το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ότι είναι «ένα επαναστατικό κόμμα που δεν κάνει επαναστάσεις», αφού το πρόγραμμά του ήταν γεμάτο από «ριζοσπαστικούς βερμπαλισμούς» (κατά τον ορισμό του Β. Βενιζέλου) και η πολιτική του δράση οικοδομούσε καθημερινά την οργάνωση των εργατών και των λαϊκών στρωμάτων ως δυαδική εξουσία.


Στον πολιτικό άξονα «αριστερά-δεξιά», δηλαδή σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα, οικοδομήθηκε στην Ευρώπη το κοινωνικό κράτος, το κράτος Δικαίου, όλα όσα σήμερα απειλούνται και ο αγαπητός Β. Βενιζέλος μας καλεί να εγκαταλείψουμε (το δίπολο, τη διαιρετική τομή) υπέρ μιας «ανοικτής, αισιόδοξης και κοινωνικά χρήσιμης αντίληψης» που τα υπερβαίνει.


Τα πράγματα βέβαια άλλαξαν για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία στο τέλος του 20ού αιώνα με την προσχώρηση στον νεοφιλελευθερισμό, την προσχώρηση στη «συναίνεση της Ουάσιγκτον», όπως καταγράφηκε στα διεθνή ΜΜΕ. Συμβολικά τα περισσότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αφαίρεσαν από τα προγράμματά τους τον σοσιαλισμό, αφαίρεσαν δηλαδή τις αντισυστημικές αιχμές, όπως επίσης «χειραφετήθηκαν» από τα συνδικάτα που απαιτούσαν μεταρρυθμίσεις υπέρ του κόσμου της εργασίας.


Επί της προγραμματικής ουσίας, όμως, δηλαδή στο έδαφος της πολιτικής και της θεωρίας, η προσχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας στον νεοφιλελευθερισμό συντελέσθηκε με την παράδοσή τους στις αγορές. Με την παραίτηση δηλαδή του κράτους (και της πολιτικής) από τη ρύθμιση της οικονομικής δραστηριότητας, στο όνομα του ρεαλισμού, της παραδοχής δηλαδή ότι σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού οι αγορές είναι πανίσχυρες, και της πεποίθησης ότι οι ίδιες αυτορυθμίζονται. Πεποίθηση που διαψεύστηκε τραγικά για τους ίδιους, την οικονομία και προπαντός για τους εργαζομένους με την οικονομική κρίση.


Με τον ίδιο ακριβώς «ρεαλισμό» οι θεωρητικοί σοσιαλδημοκράτες του 3ου δρόμου παρέδωσαν τις κοινωνικές υπηρεσίες και τα δημόσια αγαθά στο κέρδος. Αφού δεν μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν το κοινωνικό κράτος με αναδιανεμητικές πολιτικές, γιατί αυτό θα άλλαζε τις ταξικές συμμαχίες τους με τα μεσαία και ανώτερα εισοδηματικά στρώματα, εγκατέλειψαν την καθολικότητα του κοινωνικού κράτους αντικαθιστώντας το με το «δίχτυ κοινωνικής προστασίας» για τους απόκληρους. Αυτή τη θεωρητική και πολιτική μετατόπιση, κυρίως όμως τη μετατόπιση από το ποια κοινωνικά στρώματα επιχειρούν να εκπροσωπήσουν στο πολιτικό σύστημα, πληρώνουν σήμερα -εκλογικά και προγραμματικά- οι σημερινοί Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες.


Στην κρίση της σοσιαλδημοκρατίας ο Β. Βενιζέλος μας καλεί να γίνουμε μέρος -όπως οι Οικολόγοι- στο πλαίσιο κυβερνήσεων συνεργασίας γιατί αλλιώς οι τελευταίοι θα μας κλέψουν «θεαματικά το παιχνίδι». Νομίζω ότι αυτό το παιχνίδι δεν μας αφορά.

 
eXTReMe Tracker