Τελικά, σε τι πρέπει να συνεννοηθούμε; (και ποιοι;)

Ας ξεκινήσουμε με την καλοπροαίρετη διαπίστωση ότι τα τελευταία φαινόμενα κρίσης στο κόμμα μας μπορούν πράγματι να αρθούν μέσα από μια διαδικασία συνεννόησης (δηλ. ότι μπορούν να υπάρξουν κοινά συμπεράσματα χωρίς να απαιτούνται οριοθετήσεις και διαχωριστικές γραμμές πλειοψηφίας/μειοψηφίας μέσα από ψηφοφορίες) και ότι η συζήτηση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί από ηγετικά στελέχη του χώρου, που έχουν κατ’ αρχήν τη νομιμοποίηση από τα απλά μέλη και στελέχη να την πραγματοποιήσουν. Ποιο όμως μπορεί να είναι το αντικείμενο μιας τέτοιας συνεννόησης, δηλ. μιας προσπάθειας να συμφωνήσουμε (-σουν) σε κοινά συμπεράσματα;


Το πρώτο και βασικό στο οποίο είναι απαραίτητο να συνεννοηθούμε, δηλ. να συμφωνήσουμε, είναι ότι το πολιτικό μας σχέδιο δεν δοκιμάστηκε. Συνεπώς δεν μπορούμε να πούμε ότι εγκρίθηκε ή απορρίφθηκε από την κοινωνία, δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα αλλαγής πλεύσης. Ως αποτέλεσμα των χρόνιων ανεπαρκειών μας, το σχέδιό μας δεν «γειώθηκε» με την καθημερινότητα των ανθρώπων που είχαν να ωφεληθούν απ' αυτό. Δεν συναντηθήκαμε με την κοινωνία, δεν συμβάλλαμε στη δημιουργία αντιστάσεων και διεκδικήσεων, δεν συμβάλλαμε στη μετατροπή της δυσαρέσκειας σε ενεργητική συμμετοχή. Εκεί βρίσκεται η αποτυχία μας. Η απόστασή μας από τα εργατικά και λαϊκά στρώματα παραμένει η χρόνια παθολογία μας. Η αδιαμεσολάβητη σχέση με τα κοινωνικά στρώματα στα οποία απευθυνόμαστε απαιτεί οργανωμένη παρέμβαση. Κι αυτό δεν υπήρξε. Η δική μας ευρεία απήχηση βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την αλλαγή της στάσης των ανθρώπων, από τη μετατροπή της παθητικής στάσης ανάθεσης σε ενεργητική συμμετοχή, και δεν μπορεί να εξαρτάται από την κάθε φορά επιτυχημένη ή όχι δημόσια εκφώνηση θέσεων. Εκεί βρίσκεται η μεγάλη δυσκολία… Το κύριο μέλημά μας να είναι όχι τι εντύπωση θα δώσουμε μέσα από την τηλεόραση, αλλά πώς οι άνθρωποι (και με τη δική μας συμβολή) θα κλείσουν την τηλεόραση και θα συναντηθούν, θα επικοινωνήσουν φυσικά, θα κινητοποιηθούν, θα πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους….


(Πολύς λόγος έγινε για την αποχή. Ανεξάρτητα από τη συγκυρία των ευρωεκλογών, η αποχή, η απάθεια είναι υπαρκτό και μονιμότερο φαινόμενο. Στον πυρήνα του φαινομένου -που συνήθως ονομάζουμε απαξίωση της πολιτικής- βρίσκεται η άρνηση των ανθρώπων να εκπροσωπηθούν. Κι αυτό θα εκφράζεται ή με όλο και περισσότερη ιδιώτευση και απάθεια ή θα μετασχηματίζεται σε διεργασίες διεύρυνσης των μορφών άμεσης δημοκρατίας που θα συνυπάρχουν με τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς. Η δεύτερη είναι και η «φυσική» επιλογή για την αριστερά…)


Ας συμφωνήσουμε λοιπόν ότι η μικρή απήχησή μας έχει βαθύτερα αίτια και δεν οφείλεται σε συγκυριακά, επικοινωνιακά αίτια. Ας συμφωνήσουμε ότι το πολιτικό μας σχέδιο οφείλει να δοκιμαστεί με όρους κοινωνικούς και όχι επικοινωνιακούς… Και ότι αυτό είναι το καθήκον όλων μας…


Το μείζον λοιπόν για μας είναι η παρέμβαση για την οργάνωση της δυσαρέσκειας, της αμφισβήτησης, της εναλλακτικής διεκδίκησης σε όλα τα επίπεδα σαν μοναδικού τρόπου να ανατρέψουμε τους σημερινούς πολιτικούς συσχετισμούς.


Ταυτόχρονα όμως με αυτό, είμαστε υποχρεωμένοι να συνεννοηθούμε και σε συγκεκριμένα θεσμικού ή διαδικαστικού χαρακτήρα θέματα. Η συνεννόηση αφορά ταυτόχρονα και το εσωτερικό του ΣΥΝ και τον ΣΥΡΙΖΑ (η λογική του «να τα βρούμε πρώτα στον ΣΥΝ και μετά στον ΣΥΡΙΖΑ» στερείται οποιουδήποτε πρακτικού νοήματος…) Η ευθύνη των στελεχών της πλειοψηφίας του ΣΥΝ είναι μεγάλη και καθοριστική για την έκβαση αυτής της προσπάθειας:


Α) Το μειοψηφικό ρεύμα στον ΣΥΝ -που εντελώς αδόκιμα από ιστορική και φιλολογική άποψη αποκαλείται « ανανεωτική πτέρυγα»- και ένας κοινά αποδεκτός τρόπος συντροφικής συνύπαρξης στο πλαίσιο και του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ. Βάση της συνεννόησης πρέπει να είναι η σαφής και ρητή αποδοχή (σε ΣΥΝ και ΣΥΡΙΖΑ) του γεγονότος ότι σαν ιδεολογικό ρεύμα αποτελούν μια σεβαστή εκδοχή της αριστεράς. Ταυτόχρονα θα πρέπει όμως και οι ίδιοι οι σ/φοι της μειοψηφίας να μετακινηθούν από την τωρινή τους στάση, και να αποδεχθούν ότι όλες οι συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν εξίσου σεβαστές εκδοχές της αριστεράς. Αυτό άλλωστε αποτελεί και τη λογική της συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ. Ας υιοθετήσουμε μια κουλτούρα συντροφικής συνύπαρξης και διαλόγου με τη διαφορετική άποψη, χωρίς να την εξορκίζουμε εξαπολύοντας συνθηματολογικά λέξεις φορτισμένες ιστορικά (δημοκρατία, κομμουνισμός, ανανέωση, αριστερισμός κ.λπ.) που δεν αναλύουμε το περιεχόμενό τους. Μόνο κάτω απ' αυτές τις προϋποθέσεις μπορεί να υπάρξει συνεννόηση για τη θεσμική λύση της έκφρασης της μειοψηφίας στο πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ, έτσι ώστε να μην αισθάνεται «ξένο σώμα», αλλά και χωρίς ταυτόχρονα να υπονομεύεται η δημόσια εκφορά αυτού που αποτελεί την επικρατούσα πολιτική άποψη του χώρου.


Β) Η συνεννόηση για τον ρόλο των σ/φων Αλαβάνου και Τσίπρα (συνεννόηση και μεταξύ των δύο, αλλά και συνολικά μέσα σε ΣΥΝ και ΣΥΡΙΖΑ). Όσο κι αν φαίνεται απαράδεκτο για πολιτικό σχηματισμό της αριστεράς, οι εξελίξεις στο εσωτερικό του και οι δυνατότητες πολιτικής του απήχησης να εξαρτώνται καθοριστικά από κάποια πρόσωπα -όσο σημαντικά κι αν είναι αυτά- που μάλιστα δεν διαφωνούν ιδεολογικά και πολιτικά, το πρόβλημα είναι υπαρκτό και πρέπει να λυθεί. Ας το πούμε χωρίς περιστροφές: Η θεσμική λύση (του προβλήματος που αφορά κύρια στη κοινοβουλευτική διάσταση της δημόσιας έκφρασης και εκπροσώπησης) πρέπει απ' τη μια να ικανοποιεί την ανάγκη ο πρόεδρος του ΣΥΝ να μην είναι «ψαλιδισμένος», να μην έχει «κοντύνει», άρα πρέπει να έχει ηγετικό ρόλο και στον ΣΥΡΙΖΑ σαν πρόεδρος του ΣΥΝ (του αξίζει άλλωστε ένας τέτοιος ρόλος). Απ' την άλλη, και ο σ. Αλαβάνος πρέπει επίσης να έχει ηγετικό ρόλο στον ΣΥΡΙΖΑ, αφού αναγνωρίζουμε ότι ο δημόσιος λόγος του έχει απήχηση στην κοινωνία και λειτουργεί (συνήθως…) θετικά για τον χώρο μας. Στις παρούσες συνθήκες, ίσως η καλύτερη λύση που θα πρέπει να προκριθεί για το άμεσο μέλλον είναι η συλλογική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ όσον αφορά στη δημόσια έκφρασή του (πρόεδρος του ΣΥΝ, πρόεδρος κοινοβουλευτικής ομάδας ΣΥΡΙΖΑ και συντονιστής-στρια της γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ). Στις επόμενες βουλευτικές εκλογές ο σ. Τσίπρας να ηγηθεί του ψηφοδελτίου και να χρεωθεί (από κοινού με τον συντονιστή της γραμματείας) τις δημόσιες ομιλίες, ενώ ο σ. Αλαβάνος την εκπροσώπηση σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών. Ίσως να υπάρχουν και καλύτερες λύσεις. Όποια λύση κι αν προκριθεί προϋποθέτει και μια καλοπροαίρετη προσωπική προσέγγιση.


Μια επισήμανση: με κανένα τρόπο η διαδικασία επίλυσης των όποιων διαφορών δεν πρέπει να επενδυθεί με «φιλοσυριζικές» ή «φιλοσυνασπισμικές» προεκτάσεις. Το ζήτημα της οργανωτικής ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να λυθεί άσχετα με το πώς θα ρυθμιστούν τα ζητήματα της ηγεσίας. Είναι αρνητικό και βαθιά επιζήμιο να δημιουργείται η εντύπωση στα απλά μέλη του χώρου ότι οι προσωπικές στρατηγικές καθορίζουν το μέλλον του εγχειρήματος. …


Γ) Η υποστασιοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ μέσα από την απόκτηση εσωτερικών, δικών του διαδικασιών, που δεν θα καταργούν την αυτοτέλεια των συνιστωσών του. Αποτελεί μονόδρομο να συμφωνήσουμε ότι αυτό που κατ' ευφημισμό λέγεται συνέλευση του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αποκτήσει ουσία και υπόσταση. Αυτό σημαίνει λήψη αποφάσεων. Και λήψη αποφάσεων (ακόμα κι αν αυτές πρέπει κατά κανόνα να παίρνονται με συναινετική ομοφωνία) σημαίνει ότι υπάρχουν μέλη. Άσχετα με υπεκφυγές (μέσα από τη χρήση εκφράσεων όπως «άνθρωποι (!) του ΣΥΡΙΖΑ» ή «ο κόσμος (!) του ΣΥΡΙΖΑ»), η ουσία είναι ότι τα σώματα του ΣΥΡΙΖΑ σε όλα τα επίπεδα πρέπει να παίρνουν αποφάσεις (και πρώτα απ' όλα η τοπική συνέλευση). Αυτό δεν σημαίνει ενιαίο κόμμα και κατάργηση των συνιστωσών. Όλοι το γνωρίζουμε αυτό, και όλοι μπορούμε να αναζητήσουμε θεσμικούς τρόπους ρύθμισης (αξιοποιώντας και την παλιότερη εμπειρία -ΕΑΜ, ΕΔΑ-, αλλά και τη σύγχρονη - παρατάξεις), αρκεί να πιστεύουμε στην προοπτική του ενωτικού εγχειρήματος.


Το πέρασμα του ΣΥΡΙΖΑ σε νέα φάση (οργανωτική ανασυγκρότηση, αλλά και διεύρυνση) είναι (πρέπει να είναι) στοίχημα κοινό για όλους μας.


Μια πολιτική συνεννόηση με τα χαρακτηριστικά προωθητικής σύνθεσης και συμφωνίας, μόνο τα παραπάνω μπορεί να έχει σαν προϋποθέσεις και περιεχόμενο…


Γιώργος Γιαννόπουλος, Πάτρα

 
eXTReMe Tracker