Ζητήματα στρατηγικής και τακτικής στο έκτακτο Συνέδριο

Του Γιάννη ΤΟΛΙΟΥ*


Η οικονομική κρίση αποκάλυψε μεταξύ άλλων το σαθρό οικοδόμημα της «οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης» (ΟΝΕ) και τη συμμετοχή της Ελλάδας με όρους «ονομαστικής» αντί «πραγματικής σύγκλισης» (ανάπτυξης, παραγωγικότητας, μισθών, κοινωνικών παροχών κ.ά.). Αποκάλυψε επίσης μια δημοσιονομική κρίση (μεγάλα ελλείμματα και δημόσιο χρέος), ως αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. στην εικοσαετία 1990-2010 με τις ευλογίες της Ε.Ε., Ιδιαίτερα με τη δημιουργία του «μηχανισμού στήριξης» και την ενεργό συμμετοχή του ΔΝΤ στις υποθέσεις της Ευρωζώνης, έγινε ένα ακόμα βήμα (μετά τη μεταρρυθμιστική συνθήκη Λισσαβώνας) επιβολής ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών με αφαίρεση θεμελιωδών δικαιωμάτων, «αυστηροποίησης» Συμφώνου Σταθερότητας, έλεγχος εθνικών προϋπολογισμών, επιβολή κυρώσεων, μεγαλύτερη συρρίκνωση λαϊκής κυριαρχίας κ.ά.


Κατά συνέπεια ο αγώνας κατά της νεοφιλελεύθερης ολοκλήρωσης, για να έχει προοπτική, πρέπει να κοιτάζει όχι απλά στην απόκρουση ή άμβλυνση των συνεπειών, αλλά και στην ανατροπή του νεοφιλελεύθερου οικοδομήματος της ΟΝΕ με προοπτική το σοσιαλισμό. Όμως εδώ εμφανίζονται σημαντικές διαφορές στα συνεδριακά κείμενα που ομαδοποιούνται σε τρεις απόψεις.


Η πρώτη πλατφόρμα («ανανεωτικής πτέρυγας») μιλάει για προώθηση της οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης, η οποία όμως στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας τύπου Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Πρόκειται για αντίληψη που οδηγεί τις δυνάμεις της εργασίας σε πολιτική ουράς απέναντι στις επιδιώξεις του χρηματιστικού κεφαλαίου.


Τα πράγματα ίσως ήταν διαφορετικά αν επρόκειτο για υπαρκτή ομοσπονδιακή συγκρότηση τύπου ΗΠΑ, οπότε θα είχε νόημα ο αγώνας των εργαζόμενων όλων των «πολιτειών» (χωρών) για ριζοσπαστικές αλλαγές συνολικά στην ομοσπονδία. Όμως το δημιούργημα της ΟΝΕ το αμφισβητούν ακόμα και οι αρχιτέκτονές της και να καλείται η Αριστερά να το σώσει είναι τουλάχιστον αποπροσανατολισμός του λαϊκού κινήματος.


Από την άλλη στο κείμενο «κορμού» των θέσεων προβάλλει η ιδέα ριζοσπαστικών αλλαγών στην ΟΝΕ (κατάργηση Συμφώνου Σταθερότητας, αλλαγή λειτουργίας ΕΚΤ, κ.ά.), αμφισβητώντας όμως ταυτόχρονα τη δυνατότητα προώθησης τέτοιων ριζοσπαστικών αλλαγών σε μια μόνο χώρα, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, θεωρώντας ότι αυτές μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο σε όλες τις χώρες μαζί.


Αν όμως η προσπάθεια τέτοιων αλλαγών σε μια χώρα (π.χ. Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, κ.λπ.) δεν φαίνεται ρεαλιστική, είναι προφανώς λιγότερο ρεαλιστική η δυνατότητα ταυτόχρονης ωρίμανσης των προϋποθέσεων τέτοιων αλλαγών στο σύνολο των 27 χωρών της Ε.Ε. Ο νόμος της ανισόμετρης οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης του καπιταλισμού δείχνει ότι η ωρίμανση κοινωνικών αλλαγών επέρχονται σε διαφορετική χρονική στιγμή σε κάθε χώρα.


Κατά συνέπεια θα ήταν λάθος να απορρίψουμε το ενδεχόμενο αναζήτησης τρόπων υπέρβασης του οικοδομήματος της ΟΝΕ σε μια, δυο, τρεις, χώρες, η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως μοχλός γενικότερων προοδευτικών αλλαγών στο σύνολο της Ε.Ε. Αντίθετα η καθήλωση του λαϊκού κινήματος σε θέση αναμονής σε μια χώρα, μέχρι να ωριμάσουν οι προϋποθέσεις σε όλες μαζί, δεν δίνει προοπτική στον αγώνα, αλλά τον εγκλωβίζει στα όρια ανοχής της ΟΝΕ.


Εδώ εύλογα ίσως τεθεί το ερώτημα: Καλά όλα αυτά, όμως συντρέχει λόγος για να χωριστούμε; Μήπως τέτοια ζητήματα θα πρέπει να αφεθούν για αργότερα και να κοιτάξουμε αυτά που συμφωνούμε; Ασφαλώς μπροστά μας υπάρχει πολύς δρόμος μέχρι να δημιουργηθούν οι πολιτικοί συσχετισμοί ριζοσπαστικών αλλαγών στην ελληνική κοινωνία. Ωστόσο η ωρίμανση των συνθηκών δεν είναι άσχετη από τη δέσμη ιδεών που εκπέμπει ένας φορέας της αριστεράς και από τη συνεπή αγωνιστική δράση για την προώθησή τους.


Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι άξονες προοδευτικής εξόδου από την κρίση που προβάλλουν ο ΣΥΝ και ΣΥΡΙΖΑ, συνδέονται άμεσα με την αναίρεση βασικών επιλογών της ΟΝΕ (ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες ρυθμίσεις, αυστηροποίησης του Συμφώνου Σταθερότητας, πολιτικής ελέγχου κρατικών εσόδων και δαπανών, επιβολής κυρώσεων κ.ά), καθώς και την ανάγκη δημόσιου ελέγχου του τραπεζικού συστήματος, ανάδειξη δημόσιου τομέα σε στρατηγικό μοχλό ανάπτυξης, έλεγχος αγορών και κίνησης κεφαλαίων, επαναδιαπραγμάτευση χρέους χωρίς να αποκλείουμε τη στάση πληρωμών, κ.ά.


Από αυτήν την άποψη η πλατφόρμα των 30 στελεχών του Α.Ρ. δίνει σαφήνεια στόχου και προοπτικής στον αγώνα για προοδευτική διέξοδο από την κρίση και υπέρβαση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο.


Τέλος, όσον αφορά το ζήτημα λειτουργίας του ΣΥΝ, υπάρχουν χρόνια προβλήματα (σεβασμού καταστατικού, εφαρμογής κώδικα δεοντολογίας στα «ΜΜΕ», κ.ά.). Δυστυχώς οι ευθύνες κυρίως της «ανανεωτικής πτέρυγας» στον σεβασμό των αποφάσεων είναι πολύ μεγάλες και από την ΚΠΕ δεν υπήρξε η δέουσα αποφασιστικότητα τήρησης του καταστατικού. Παρ’ ότι ο βασικός λόγος σύγκλησης έκτακτου συνεδρίου έγινε στο όνομα της αντιμετώπισης της κατάστασης στο κόμμα (επίλυση λειτουργικών προβλημάτων), η πλειοψηφία της ΚΠΕ, που εισηγήθηκε συνέδριο, αποφάσισε να μη θέσει θέμα καταστατικών ρυθμίσεων, μεταθέτοντας το ζήτημα στο μέλλον.


Έτσι, ενώ η πρόταση αναβολής του συνεδρίου για οκτώ μήνες (απολύτως αναγκαία για παρέμβαση στην κρίση και έγκαιρη προετοιμασία στις αυτοδιοικητικές εκλογές) δεν έγινε δεκτή, την ίδια στιγμή αναβάλλονται οι καταστατικές ρυθμίσεις ένα χρόνο σε ειδικό συνέδριο, για τον ίδιο το λόγο που τώρα γίνεται σύγκληση εκτάκτου!


Εντάξει, σύντροφοι, καταλάβαμε! Το ζητούμενο είναι πώς θα δημιουργηθεί μια βολική πλειοψηφία περί τον πρόεδρο! Ωστόσο ο ΣΥΝ δεν έχει έλλειμμα «προεδροκεντρισμού» (σ’ αυτό έχει πλεόνασμα), αλλά έλλειμμα συλλογικότητας, συνοχής, σεβασμού αποφάσεων, αποτελεσματικότητας, κ.ά.


Η πολιτική συμπεριφορά των πρώην προέδρων του ΣΥΝ (αξιόλογων κατά τα άλλα στελεχών) δείχνουν ότι βασική αιτία ήταν ο «προεδροκεντρισμός» στον ΣΥΝ. Οι καταστατικές ρυθμίσεις θα πρέπει μεταξύ άλλων να καθορίζουν την εκλογή προέδρου από την ΚΠΕ και να εξασφαλίζουν τη συλλογική και αποτελεσματική λειτουργία των επιτελικών οργάνων, μαζί και στήριξη του προέδρου.


Επίσης η ελεύθερη έκφραση απόψεων στα όργανα και κομματικά μέσα ενημέρωσης πρέπει να συνοδεύεται από σεβασμό των αποφάσεων. Όσο στην κοινωνία εκπέμπουμε μια εικόνα «πολυγλωσσίας», γκρίνιας και αντιπαραθέσεων, μοιραία θα ακυρώνουμε τα θετικά που κατακτούμε στην αγωνιστική δράση.


Ανάλογο πρόβλημα με ορισμένες ιδιαιτερότητες υπάρχει και στον ΣΥΡΙΖΑ. Η «πολιτική συμμαχία» προϋποθέτει κοινή δράση σε όσα συμφωνούμε και διατήρηση της πολιτικής, ιδεολογικής και οργανωτικής αυτοτέλειας κάθε συλλογικότητας. Κοινές εκδηλώσεις ως ΣΥΡΙΖΑ και δικαίωμα αυτοτελών εκδηλώσεων από τις συνιστώσες, άνοιγμα «συμμαχίας» σε νέες συλλογικότητες στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς και ριζοσπαστικής οικολογίας, γόνιμος διάλογος όπου υπάρχουν διαφορές, σεβασμός ιδιαίτερης φυσιογνωμίας συνιστωσών και κυρίως εξωστρεφείς δράσεις.


Με αυτό το πλαίσιο και πνεύμα συνεργασίας, μπορούμε να ξαναζωντανέψουμε τον ΣΥΡΙΖΑ, μαζί και την ελπίδα ότι η αριστερά αποτελεί το μέλλον για τη νέα γενιά και την ελληνική κοινωνία.

 
eXTReMe Tracker