«Να μολυνθούμε», ήταν η ρήση στα χείλη των αριστερών που συμμετείχαν ενεργά στην ανάπτυξη των νέων κοινωνικών κινημάτων ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. «Να μολυνθούμε» από τις διαφορετικές απόψεις και δράσεις, λέγανε οι σύντροφοι της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, υπερθεματίζαμε κι εμείς, θέλοντας έτσι να δείξουμε μεταξύ άλλων ότι οι δογματικές λογικές της απόλυτης αλήθειας, της καθαρότητας των ιδεών και του ορθού δρόμου για την κάθε αριστερά, ανήκαν στο παρελθόν. Η εποικοδομητική, τα πρώτα χρόνια, «μόλυνση» των «ξένων» αντιλήψεων, πρακτικών και ιδεών, φαίνεται ωστόσο να έχει «ξεθωριάσει». Ο μπολιασμός αυτής με τη ριζοσπαστική αριστερά δεν κατάφερε να αποτελέσει διαρκή διαδικασία προωθητικής αναζωογόνησης και ανανέωσης της πολιτικής σκέψης. Αντίθετα θα λέγαμε ότι παρασύρθηκε κι αυτή σαν χάρτινος πύργος από το τσουνάμι της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, καθώς και από τις αδυναμίες και τις αντιφάσεις της ίδιας της αριστεράς. Έμεινε έτσι γράμμα κενό, πυροτέχνημα στα λόγια και στο μελάνι των εμπνευστών της σε Ιταλία, πολύ πιο πριν, αλλά και σε Ελλάδα πρόσφατα, με τις συγκρούσεις των δυνάμεων του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι καταιγιστικές εξελίξεις στην οικονομία και την πολιτική της χώρας μας -και της Ε.Ε.- δημιουργούν νέα κατάσταση με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο της προβληματικής και ελλειμματικής ανάπτυξης. Μπαίνουμε πια σε έναν δρόμο οικονομικής και πολιτικής ασάφειας, με απροσδιόριστους ακόμη τους συσχετισμούς δύναμης μεταξύ των τάξεων και των κομμάτων, γεγονός που θα καθορίσει νέες και ίσως απρόβλεπτες ανακατατάξεις μέχρι τις αυτοδιοικητικές εκλογές του Νοεμβρίου, αλλά και πιθανές μετατοπίσεις μετά από αυτές. Προς το παρόν μπορούμε να διαγνώσουμε μια μετατόπιση της κοινωνίας προς την απολιτικοποίηση και τον συντηρητισμό. Παράλληλα είμαστε σε θέση να εντοπίσουμε την ανομία του κεφαλαίου, τον σοβαρό κλονισμό του πολιτικού συστήματος και τις τάσεις ανατροπής του, ενώ από την άλλη πλευρά η κατάσταση της αριστεράς είναι τέτοια που αδυνατεί να εκμεταλλευτεί τις συντελούμενες ρευστοποιήσεις και το νέο πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται. Αντ' αυτού η ελληνική αριστερά ακολουθεί τον δρόμο που χάραξε η ιταλική, επιλέγοντας τον κατακερματισμό. Δεν έχει σημασία στο σημείο αυτό ούτε να αποδοθούν ευθύνες –υπάρχουν πολλές και αφορούν αρκετούς- ούτε να κριθούν οι επιλογές κάποιου που δεν συνηθίζει να μαθαίνει από τα αποτελέσματα των πράξεων και των παραλείψεών του. Αντίθετα, σημασία έχει να ξανα-βρούμε το στέρεο σημείο εκκίνησης και την ενότητα που δεν διασπά, ώστε στη νέα εποχή των μεγάλων ρευστοποιήσεων η αριστερά να ξεφύγει από το περιθώριο της πολιτικής ζωής και τη συνήθη μάχη επιβίωσής της. Να γίνει παρούσα δύναμη ελπίδας στην αλλαγή των συσχετισμών δυνάμεων και στις νέες αφετηρίες που γεννιούνται. Εξάλλου, όπως εντοπίζεται από πολλούς, η απώλεια της ελπίδας δεν είναι αποτέλεσμα απλώς και μόνο του σαρωτικού κύματος κατεδάφισης των θεμελιακών δικαιωμάτων, αλλά οφείλεται στο γεγονός ότι δεν διαφαίνεται από πουθενά καμία εναλλακτική λύση, καμία ετερότητα που να μπορούν οι πολίτες να στραφούν. Αυτό είναι ένα από τα ζητούμενα, στο οποίο η αριστερά οφείλει να ανταποκριθεί.
Είναι γνωστό ότι το πεδίο της πολιτικής δεν κατοικείται από καλούς και κακούς, από άσπρες και μαύρες επιλογές, αλλά από πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Στο πεδίο αυτό ο καθένας επιλέγει πού θα συνταχθεί κρίνοντας τη σωστή πλευρά της όχθης. Ποια είναι ωστόσο η σωστή πλευρά και πώς μπορεί κανείς να την ξεχωρίσει; Πώς μπορεί να το καταφέρει όταν αντιλαμβάνεται την πολιτική με τα ρηχά, κενά και παρωχημένα εργαλεία που του δίνονται;
Για την αριστερά δεν υπάρχει άλλη κατεύθυνση από την (επ-)ανακάλυψη του χαμένου θησαυρού. Τα πολύτιμα πετράδια δεν βρίσκονται πουθενά αλλού, παρά μονάχα στα χέρια των χειρωνακτικά και πνευματικά εργαζόμενων, στους ανθρώπους δηλαδή που μπορεί να αποτελούν σημείο αναφοράς για την αριστερά, αλλά εδώ και χρόνια έχει πάρει διαζύγιο μαζί τους. Τα διαμάντια βρίσκονται στις στρατιές των ανέργων, στο επιστημονικό και στελεχειακό δυναμικό, στους αγρότες, αλλά και σε ένα μεγάλο κομμάτι των μεσαίων στρωμάτων, που βλέπουν να χάνουν τα προνόμια που τους παραχώρησε ο νεοφιλελευθερισμός. Εκεί, στο κοινωνικό τοπίο, εξάλλου είναι που χτίζονται και οικοδομούνται οι συμμαχίες στηριζόμενες σε ζωντανές μορφές αλληλεγγύης, συντροφικότητας και συνεργασίας. Εκεί δοκιμάζεται επίσης η μεγάλη αριστερά, εκεί δημιουργούνται οι ευρύτερες συμπαρατάξεις και οι συνασπισμοί δυνάμεων. Στο πεδίο αυτό εξάλλου είναι που θα αντιληφθούν οι αριστεροί, οι σοσιαλιστές, οι ριζοσπάστες οικολόγοι και οι κομμουνιστές της χώρας ότι πρέπει να υπηρετήσουν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
Στο πεδίο των ταξικών και κοινωνικών συγκρούσεων, είναι που οι συμμετέχοντες θα «μολυνθούν» από τις νέες ιδέες. Στο πεδίο αυτό είναι που δεν πρέπει να φοβηθούμε το αστάθμητο και το απρόβλεπτο, εκεί είναι που πρέπει να ξαναμιλήσουμε για την πολιτική και να αποτινάξουμε παράλληλα τη νωθρότητα και την απονέκρωση του λόγου μας. Προϋπόθεση όλων αυτών, η πολιτικοποίηση της πολιτικής και η αποενοχοποίησή της.
Να επαναθεμελιώσουμε συνεπώς την πολιτική, να μιλήσουμε γι' αυτή με καινούργιο τρόπο, να τη «μολύνουμε» από την πλευρά μας με την επικαιρότητα του σοσιαλισμού και να οργανώσουμε τη σκέψη μας με βάση τη νέα πραγματικότητα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου