Ο αγώνας συνεχίζεται...

Του Ηλία Σιούτα*


Η αποχώρηση της Ανανεωτικής Πτέρυγας από το κόμμα μας τον Συνασπισμό, αποτελεί αντικειμενικά μια αρνητική εξέλιξη, τόσο ως προς τη συγκυρία όπου αυτή λαμβάνει χώρα όσο και για τους λόγους για τους οποίους πραγματοποιήθηκε.


Το γεγονός ότι η μεταρρυθμιστική συνιστώσα του Συνασπισμού αποφάσισε να μη συμμετέχει στη διαδικασία εκλογής νέας ΚΠΕ και να εκκινήσει τη διαδικασία αποχώρησης από το κόμμα με την ανεξαρτητοποίηση τεσσάρων βουλευτών συνιστά μία απόφαση με σημαντικό πολιτικόιδεολογικό και ιστορικό φορτίο και έχει πολλαπλές συνέπειες. Γι’ αυτό πρέπει να αναλυθεί με νηφαλιότητα ώστε να αποκωδικοποιηθούν το μήνυμά της και τα συμπεράσματα που καλούμαστε να εξαγάγουμε...


Ένα πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει είναι η εκκωφαντική διάψευση της λογικής των “χαμηλών τόνων” και της ενότητας ως αυταξίας (ενότητας χωρίς αρχές), ως το πανταχού παρών επιχείρημα για την αναβολή κάθε απόπειρας επίλυσης, τόσο των -στοιχειωδών- ζητημάτων λειτουργίας, οργάνωσης και δημόσιας εικόνας του κόμματος, όσο και της διασφάλισης της εμπιστοσύνης που απαιτείται από όλους, χωρίς διαθέσεις ρεβανσισμού, υπονόμευσης ή “μετά Χριστό προφητειών”, στην πολιτική γραμμή του συλλογικού μας υποκειμένου.


Οι συμβιβαστικές, χωρίς προωθητικό περιεχόμενο υπαναχωρήσεις από καταστατικά και πολιτικά χαρακτηριστικά του κόμματος, η αμηχανία και η σταδιακή “ανοίκεια οικειότητα” που όλοι/ες νιώσαμε με την πρακτική των πολλαπλών εκφωνήσεων “προς χάριν της ενότητας”, αποδείχθηκε ότι όχι απλώς δεν απομάκρυνε, αλλά παρέτεινε και δυναμίτισε μια εσω-κομματική πορεία σύγκρουσης που απέκτησε οξύτατα χαρακτηριστικά τις μέρες που περάσαμε.


Έτσι η απόφαση για σύγκληση εκτάκτου συνεδρίου με πρώτο στην ιεράρχηση το ζήτημα της λειτουργίας μας -το να γίνουμε κόμμα- σηματοδότησε, δεδομένης της ιστορίας και της αυξανόμενης έντασης αυτού του φαινομένου, ένα σημείο μη-επιστροφής, μια απόφαση δίχως τη δυνατότητα μετέπειτα ανάκλησης ή υποβάθμισής της.


Συνακόλουθα οριοθέτησε το συνέδριο -επιλογή που για την ελληνική αριστερά προκαλεί συνειρμούς και φορτίσεις- ως τον τόπο και τον τρόπο με τον οποίο θα επιδιωκόταν η λύση αυτών των αντιθέσεων. Η εναπόθεση των προσδοκιών μας, δηλαδή, σε μία μαζική, δημοκρατική, μη-ελεγχόμενη διαδικασία, όπου με τρόπο αιχμηρό, έντονο και -λόγω της κινητοποίησης που αυτό προκάλεσε- αμετάκλητο θα διάλεγε πώς θα συνεχίσουμε από 'δώ και μπρος.


Ένα μείζον ερώτημα που αβίαστα προκύπτει σε όλους/ες μας, επειδή πραγματικά κανένα λικβινταριστικό φετίχ δεν μας έλκυε στο να “ζήσουμε και εμείς μία διάσπαση”, είναι το αν αυτή η εξέλιξη ήταν αναπόφευκτη. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα πρέπει να είναι σαφής. Όχι! Κατηγορηματικά όχι. Δεν ήταν αναπόφευκτη, ούτε νομοτελειακή η αποχώρηση της Α.Π. από το κόμμα.


Σε ένα κόμμα σαν τον Συνασπισμό, ένα κόμμα που “γονιδιακά” αγωνίζεται για τη συσπείρωση και την κοινή δράση της αριστεράς, αποτελεί αντικειμενικά ένα πισωγύρισμα η θλιβερή διαπίστωση ότι μία από τις συνιστώσες που συμπορευτήκαμε 20 χρόνια επιλέγει την καθαρότητα. Προκαλεί έκπληξη και βαθύ προβληματισμό η απεμπλοκή της Α.Π. από τη διαδικασία της ενότητας μέσα από την ιδεολογική σύγκρουση, της ενότητας μέσα από τη δημοκρατία που το κόμμα μας, κάθε ένας και μία από μας, δομεί και διασφαλίζει.


Αντ’ αυτού επιλέγει τη ρήξη, που σαν πολιτική απόφαση προδιαθέτει έντονα ως προς τα πραγματικά αίτιά της, δηλαδή την αδυναμία της να επανακτήσει την πλειοψηφία. Ακροβατώντας εν τω μεταξύ όλο αυτό το διάστημα, μεταξύ ορατών και “αόρατων”, ρητών και άρρητων κόκκινων γραμμών. Αποφεύγοντας να προσδιορίσει ευθέως την πρωτεύουσα διαφωνία της, που συμπυκνώνεται σε δέκα λειτουργικές ρυθμίσεις, οχτώ εκ των οποίων προκύπτουν ευθέως από το καταστατικό του κόμματος. Ρυθμίσεις που με σαφή τρόπο καλούν την ηγεσία της Α.Π. να υπαχθεί στις ίδιες πρόνοιες εκπροσώπησης, εναλλαγής, δημόσιας παρουσίας που ισχύουν για όλα τα μέλη του Συνασπισμού.


Η “περήφανη” άρνησή τους να σεβαστούν αυτές τις αποφάσεις, τις αποφάσεις των επί 20 χρόνια συντρόφων/ισσών τους, που έως πριν από μερικά χρόνια καθοδηγούσαν ως πλειοψηφία του κόμματος, σφραγίζουν τη μοναδική “μετάλλαξη” που είναι επικίνδυνη για την αριστερά, αυτήν της κατάργησης της συλλογικότητας. Τα επίχειρα αυτής της επιλογής, δυστυχώς θα συνοδέψουν τους σ. της ηγεσίας της Α.Π. στο ταξίδι τους από 'δώ και πέρα. Μιας επιλογής, που ανεξάρτητα των προπετασμάτων της εμπνέεται από πολύ παλιές και καθόλου ανανεωτικές πρακτικές..


Αυτό που ήταν όντως αναπόφευκτο σε αυτή την ιστορία και σ' αυτό που πρέπει να σταθούμε ήταν η συνειδητοποίηση και από τις δύο πλευρές, της μη-δυνατότητας περαιτέρω αναπαραγωγής του ίδιου τρόπου “επίλυσης” των προβλημάτων μέσα στο κόμμα. Το περιβόητο “μη περαιτέρω” που η πλειοψηφία αναφωνούσε όταν κεντρικές όψεις της πολιτικής της παρέμβασης ακυρώνονταν από την μειοψηφία. Το αντίστοιχο “μη περαιτέρω” που η μειοψηφία αναφωνούσε όταν ξεδιπλώνονταν κεντρικές όψεις της πολιτικής παρέμβασης του κόμματος στις οποίες διαφωνούσε.


Έτσι φτάνουμε στη μαγική λέξη. Διαφωνίες. Διαφωνίες, των οποίων η μορφή και το επίπεδο εκφοράς δεν επερωτήθηκε ποτέ αποφασιστικά, για να μην οξυνθεί “η κατάσταση μέσα στο κόμμα”. Διαφωνίες που εν τέλει, ακριβώς επειδή πότε δεν συζητήθηκε ουσιαστικά τρόπος εκδήλωσής τους, όξυναν πολλαπλασιαστικά “την κατάσταση μέσα στο κόμμα”. Διαφωνίες και αντιθετικές ιεραρχήσεις που μέσα από τη διαιώνιση και τη συνεχή, φθοροποιό επαναφορά τους από την Α.Π., διαμόρφωσαν μια πρακτική ανταγωνιστικής παρουσίας. Χαράσσοντας τον δρόμο -στην αρχή δειλά, αργότερα με αποφασιστικότητα- για μια πορεία ουσιαστικής αυτονόμησης από κόμβους της στρατηγικής του Συνασπισμού (ΣΥΡΙΖΑ, Δεκέμβρης, ΠΟΣΔΕΠ, Ευρωσυνθήκη, ανάλυση της κρίσης και των πολιτικών της προκειμένων).


Ο θρίαμβος αυτής της πρακτικής σήμανε τη δημιουργία ενός de facto πολιτικού φορέα μέσα στο κόμμα μας, που μέσα από τη διακριτή παρουσία του, εγγυώνταν μία σαθρή ενότητα που υπερτόνιζε τη διαφορετικότητα, όχι μόνο στο επίπεδο του “ότι διαφωνούμε” άλλα -από ένα σημείο και μετά- και στο επίπεδο του “πώς διαφωνούμε”.


Ως γνωστόν, όμως, οποιαδήποτε πρακτική, ειδικά όταν αποκτήσει την αυτοτροφοδοτούμενη βεβαιότητα του “δημοκρατικού δικαιώματος”, δεν εγκαταλείπεται καθόλου εύκολα. Έτσι, λοιπόν, η εμφατική και απόλυτα δημοκρατική απόρριψη της πολιτικής πλατφόρμας της Α.Π. από το Συνέδριό μας δεν αποτέλεσε κεντρομόλο δύναμη και αφορμή προβληματισμού για τους συντρόφους/ισσες, αλλά μάλλον την αφορμή για την de jure συγκρότησή τους (και μάλιστα με πρακτικά απόλυτη σύμπνοια).


Έτσι, λοιπόν, η Α.Π., ενισχυμένη με τις αυτο-αναφορικές της “δικαιώσεις” εγκατέλειψε ακόμα και την τελευταία μορφή συμμετοχής της στην κομματική ζωή· τα εκβιαστικά -με όρους εξωτερικού οργανισμού- διλήμματα και τις παραινέσεις για αναστροφή της πορείας που σε αλλεπάλληλες δημοκρατικές διαδικασίες το κόμμα μας είχε επιλέξει.


Εν τέλει -και σε αυτό υποχρεούμαστε να μην αμφιταλαντευτούμε- η διάσπαση δεν ήρθε γιατί αποφασίσαμε να λύσουμε το πρόβλημα των δύο σχεδίων/δύο πρακτικών για την κρίση. Η διάσπαση ήρθε γιατί αργήσαμε. Και όταν αποφασίσαμε να το κάνουμε, όταν δεν μας είχε μείνει καμία επιλογή παρά να το κάνουμε, οι ανταγωνιστικές πρακτικές, οι παράλληλες πραγματικότητες, οι αντιθετικές ιεραρχήσεις, είχαν αποκτήσει την δύναμη της καθημερινότητας και μαζί με την κορύφωση του υποκειμενισμού της “ιστορικής αποστολής”, που η κρίση επιτείνει σε κάθε αριστερό σχηματισμό, έγιναν διχαστικές.


Τόσο διχαστικές, ώστε το αυτονόητο για την συντριπτική πλειοψηφία του συλλογικού μας φορέα, να θεωρηθεί ως αδιανόητο για τους συντρόφους της ηγεσίας της Πτέρυγας.


Με αυτό τον τρόπο γράφτηκε μια ακόμα σελίδα διαίρεσης στο ογκώδες βιβλίο των διασπάσεων της ελληνικής αριστεράς. Μία σελίδα που ολοκληρώνει (;) το κεφάλαιο που άνοιξε τον Μάιο του 1986, τότε για ένα “Κ”, σήμερα για ένα “ΣΥΡΙΖΑ”, τότε σαν πλειοψηφία, σήμερα σαν μειοψηφία, πάντα όμως αρνούμενοι να διαβάσουν αυτό που η ίδια η ιστορία της αριστεράς τους κραδαίνει στο πρόσωπο. Την ανάγκη κάθε πολιτικού οργανισμού που αναφέρεται στην Ανανεωτική Αριστερά να δικαιολογεί τον αυτοπροσδιορισμό του όχι μέσω από τη συνεχή επίκληση της, άλλα μέσα από την υιοθέτηση των αρχών της.


Αρχές όπως τον σεβασμό και την πειθάρχηση -ναι, την πειθάρχηση- στην πλειοψηφία, τη συνεχή μάχη για τις ιδέες του στις κατοχυρωμένες διαδικασίες και στον σωστό χρόνο. Κυρίως όμως, την οριστική απόρριψη του αναθέματος της ελληνικής αριστεράς, του σεχταρισμού, που για τόσα χρόνια υπήρξε το παυσίπονο του κάθε αριστερού σχηματισμού, μπροστά στη εκτυλισσόμενη συρρίκνωση της ηγεμονίας του.


Οι λόγοι που γέννησαν όμως το Συνέδριο, δικαιώθηκαν; Οι στόχοι αυτού του Συνεδρίου, επιτεύχθηκαν; Ναι! Κατηγορηματικά ναι. Όσοι και όσες συμμετείχαν στο Συνέδριο, διψώντας να βγουν δυνατότεροι για την επόμενη μέρα, δεν μπορεί παρά να ένιωσαν ότι μία ιστορική περίοδος -η παιδική ηλικία- του κόμματος τελείωσε, μέσα από τον πόνο και την ένταση που ξεπήδησαν από την αναμέτρηση μας με τη σκοτεινή μας πλευρά.


Μέσα όμως από αυτό τον πόνο και την ένταση γεννήθηκε, όπως από τον καρπό φυτρώνει το άνθος, αυτή η αίσθηση της λυτρωτικής τομής, της συνειδητοποίησης του αναντικατάστατου, συσπειρωτικού, χειραφετητικού ρόλου που το κόμμα μας έχει να διαδραματίσει στις σκληρές, άνευ προηγουμένου, ταξικές μάχες που είναι στην ημερήσια διάταξη.


Προσβλέποντας με περισσότερη αυτοπεποίθηση πλέον, σε εκείνη τη στιγμή, όπου θα προσδιοριζόμαστε από όλους, συντρόφους, φίλους, αδιάφορους, εχθρούς, όχι από αυτά που εκφωνούμε, αλλά από αυτά που κάνουμε. Και αυτό το Συνέδριο φέρνει αυτή τη στιγμή πιο κοντά...


Ένα σκληρό και οδυνηρό μάθημα, λοιπόν, για όλους και όλες μας. Μια διδακτική, επώδυνη εμπειρία που πρέπει να αποτελέσει τον οδηγό για το πώς οργανώνουμε τον φορέα που φιλοδοξεί να οργανώσει, να αναδείξει, να προφυλάξει και να “σπείρει” παντού, τα κύτταρα του άλλου δρόμου για τις υποτελείς τάξεις, εν μέσω κρίσης.


Δρόμος που είναι αναγκαίος και υπαρκτός. Δρόμος που χαράχτηκε. Μαζί με μία μικρή, νέα ελπίδα που γεννήθηκε με ωδίνες. Με μια μικρή, νέα ελπίδα ότι το μονοπάτι που φτιάχνουμε, δεν θα μοιραστεί την σισύφεια κατάληξη των προηγούμενων αποπειρών μας, αλλά θα μας αποκαταστήσει ως συμμάχους και συνοδοιπόρους του κόσμου που φτύνει αίμα για να επιβιώσει.


Τι άλλο λοιπόν, εκτός από το ότι ο αγώνας συνεχίζεται; Τι παραπάνω, εκτός από την βεβαιότητα ότι υπάρχουν μπροστά μας, μας περιμένουν, γεγονότα δυσάρεστα, ευχάριστα, απρόβλεπτα. Επεισόδια ενός έργου με πρωταγωνιστές όλους μας, που θα απαιτήσει άλλες απαντήσεις, στα ίδια βασανιστικά ερωτήματα.


 


* Ο Ηλίας Σιούτας είναι μέλος Κ.Σ. Νεολαίας Συνασπισμού

 
eXTReMe Tracker