Του Παναγιώτη Βωβού*
Καθώς εξελίσσεται η συζήτηση για τον χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ, πολλοί είναι αυτοί και αυτές που τονίζουν την ανάγκη για τη διατήρηση και ενίσχυση του αριστερού ριζοσπαστικού του χαρακτήρα. Θεμιτό μεν, αλλά γενικό και αφηρημένο, μιας και αυτό κρίνεται στις συγκεκριμένες προτάσεις. Για παράδειγμα, τι είναι αριστερό και ριζοσπαστικό στο θέμα των μισθών; Συχνά η απάντηση είναι επί της ουσίας η βούληση για επιστροφή τους στα προ κρίσης επίπεδα ή πιο ρεαλιστικά η αποκατάσταση του βασικού μισθού στα 700. Φυσικά και δικαιούται να κάνει κανείς αυτή τη συζήτηση, όμως δεν νομίζω ότι υπάρχει εδώ κάτι το ριζοσπαστικό. Μάλλον θυμίζει την ίδια συζήτηση της εποχής των κεϋνσιανών πολιτικών ή της εποχής των νεοφιλελεύθερων σε φάση ανάπτυξης. Μια απλή διελκυστίνδα ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία για τη διανομή του παραγόμενου πλούτου.
Συχνά, όταν συζητάμε για αυτά τα θέματα στον ΣΥΡΙΖΑ, παίρνουμε θέση με βάση την εκτίμησή μας για το τι θέλει ο λαός. Ο οποίος είναι λογικό, εκπαιδευμένος τόσα χρόνια σε συγκεκριμένες λογικές, να ελπίζει σε μια στοιχειώδη αποκατάσταση του επιπέδου ζωής που είχε, χωρίς να αναζητά άλλου τύπου οπτικές για το τι είναι η αξιοπρεπής διαβίωση. Το πρόβλημα λοιπόν σε αυτές τις συζητήσεις είναι διπλό. Το ένα ότι συνήθως δεν υπάρχει ένας ριζοσπαστικός προβληματισμός, αλλά μια προσαρμογή στο κατ' εκτίμηση αίτημα του λαού και το άλλο ότι απεμπολούμε εμείς ως μέλη του ΣΥΡΙΖΑ την ιδιότητα του να είμαστε και εμείς λαός. Δηλαδή, να πούμε εμείς τι θέλουμε. Τι θέλει λοιπόν ένας ριζοσπάστης αριστερός του ΣΥΡΙΖΑ; 1.400 ευρώ μισθό για να ψωνίζει υπηρεσίες που θα έπρεπε να παρέχονται από το κοινωνικό κράτος; Λεφτά για να πηγαίνουν τα παιδιά του στα φροντιστήρια, αντί να έχει καλύτερη παιδεία; Λεφτά για να πληρώνει βενζίνες για τη μεταφορά του; Λεφτά για να πληρώνει ιδιώτες γιατρούς; Λεφτά, δηλαδή, που, αντί μέσω του κράτους να διανέμονται δίκαια σε «είδος» και υπηρεσίες στο κοινωνικό σύνολο, να ξοδεύονται ιδιωτικώς;
Προσωπικά, όσο είμαι λαός και περνώντας κάποιους μήνες ανεργίας, αυτό που με προβλημάτισε περισσότερο δεν ήταν τα χρήματα που φυσικά έλειπαν, αλλά η απουσία ορίου στην εξαθλίωση στην οποία μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος που βρέθηκε εκτός αγοράς εργασίας. Μπορεί να τα χάσει όλα! Έτσι το αίτημα που σχηματίστηκε μέσα μου δεν ήταν τόσο η αποκατάσταση της ιδιωτικής μου δυνατότητας για αξιοπρεπή διαβίωση όσο κυρίως η ανάγκη προστασίας εμένα και όλων από ακραίες καταστάσεις. Δηλαδή, μια συλλογική διέξοδος και όχι κάποια ευρώ παραπάνω στην τσέπη μου. Πόσο αποτελεσματικό για τη βελτίωση της ζωής θα ήταν, για παράδειγμα, η αποκατάσταση του βασικού μισθού στα 700 ευρώ; Θεμιτό μέτρο, αλλά στην ουσία δευτερεύον. Ούτε σε σώζει από τη φτώχεια (αν φυσικά έχεις δουλειά), ούτε την αγορά μπορεί να αναθερμάνει παρά ελάχιστα. Άλλωστε, αν η κρίση, όπως λέμε, είναι διεθνής και η καλύτερη κυβέρνηση δεν έχει πιθανά τη δυνατότητα να την υπερβεί. Αντιθέτως, η ίδια η κρίση πρέπει να μας οδηγήσει στην αναζήτηση συλλογικών λύσεων και όχι η έμφασή μας να πέφτει στην αποκατάσταση του πελάτη. Αυτό που πρέπει να αποκαταστήσουμε είναι τους πολίτες και τα συλλογικά τους δικαιώματα.
Αυτό, λοιπόν, που θα έπρεπε να περιμένουμε περισσότερο από μια αριστερή προοδευτική κυβέρνηση είναι η εγγύηση της βασικής διαβίωσης. Δηλαδή ότι κανένας πολίτης δεν θα βρεθεί χωρίς τροφή, στέγη, ρεύμα, νερό, παιδεία και υγεία. Δηλαδή χωρίς ένα όριο στον κίνδυνο που αντιμετωπίζει μέσα στην κρίση. Είναι αυτά λίγα; Είναι πολλά; Μα το ερώτημα δεν είναι αυτό, αλλά τι λειτουργία θα είχε μια τέτοια πολιτική. Ακόμα και η σημερινή κυβέρνηση, στη σημερινή άθλια κατάσταση της οικονομίας θα μπορούσε να εγγυηθεί τη βασική διαβίωση. Το κόστος αυτών των πολιτικών δεν είναι μεγάλο. Ο βασικός λόγος που δεν το κάνει είναι γιατί ο φόβος της εξαθλίωσης είναι ο βασικός μηχανισμός εκβιασμού και χειραγώγησης του κόσμου της εργασίας. Αν ο κόσμος πάψει να φοβάται τα χειρότερα, θα βρει τη δύναμη να αγωνιστεί για τα καλύτερα. Και αυτό είναι που φοβούνται οι κυβερνώντες. Επιπλέον, θέλουν να διαπαιδαγωγούν τον κόσμο ότι η επιτυχία ή αποτυχία στη ζωή είναι μια ιδιωτική υπόθεση, κατά τον ίδιο τρόπο που όλοι φταίμε για την κρίση και όλοι τα φάγαμε.
Η Αριστερά, λοιπόν, οφείλει να αλλάξει το παράδειγμα και σε μια εξαιρετικά δύσκολη διεθνή φάση να δώσει το βάρος της στη συλλογική προστασία. Και γιατί αυτό είναι πιο πιθανό να δουλέψει άμεσα από την πιο μακροπρόθεσμη ανάταξη της οικονομίας, αλλά και για λόγους διαπαιδαγώγησης. Δεν γνωρίζω αν με εκλογές μπορεί να γίνει σοσιαλισμός, αυτό που γνωρίζω όμως είναι ότι οι συνθήκες μάς επιτρέπουν να κάνουμε σοσιαλιστική πολιτική στην βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Εξασφαλίζοντας τη βασική διαβίωση, δίνοντας έμφαση στα δημόσια αγαθά, όπως για παράδειγμα στις καλές και φτηνές δημόσιες συγκοινωνίες, προχωρώντας σε δίκαιη φορολογία και έλεγχο των τιμών με διάλυση των καρτέλ, προχωρώντας σε γενίκευση του παραδείγματος των «χωρίς μεσάζοντες» στην τροφή και παίρνοντας μια σειρά από μέτρα τα οποία έχουν ως επίκεντρο όχι το πόσα λεφτά έχει κανείς για να καταναλώσει, αλλά το τι δικαιώματα έχει και πως η κοινωνία ως σύνολο του τα εξασφαλίζει. Άλλωστε, είναι σαφές ότι η δημόσια και κοινωνική οικονομία εξασφαλίζει με πολύ μικρότερο κόστος υπηρεσίες που είναι πολύ ακριβότερες όταν «καταναλώνονται» ιδιωτικά. Και αυτός είναι ένας τρόπος να τιθασεύσεις τα αποτελέσματα της κρίσης πάνω στην κοινωνία, να διαπαιδαγωγήσεις τον κόσμο σε μια νέα πιο κοινωνική αντίληψη και να εφαρμόσεις και πολιτικές πιο φιλικές για το περιβάλλον που δεν χωράνε σε αυτό το άρθρο να αναλυθούν.
Εφόσον λοιπόν θέλουμε να κάνουμε αριστερές ριζοσπαστικές πολιτικές, ας προσπαθήσουμε να απεγκλωβιστούμε από τη λογική του ιδιωτικού χρήματος ως βασικό εργαλείο άσκησης πολιτικής και διαβίωσης και ας συγκεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας πάνω στην οργάνωση και βελτίωση όλων των δημόσιων παροχών και συλλογικών δικαιωμάτων που μπορούν να εξασφαλίσουν στην κοινωνία έναν βασικό δείκτη ευημερίας. Να αξιοποιήσουμε τις έκτακτες καταστάσεις που δημιουργεί η κρίση, για να μάθουμε στον κόσμο αλλά και στον εαυτό μας το «μαζί».
* Ο Παναγιώτης Βωβός είναι μέλος της ΚΠΕ του ΣΥΝ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου