TOY ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΝΤΟΥ
Η τελευταία κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ, αν και εμφανίζεται ως συνέχεια των γενικότερων πολιτικών και πολιτικά ακατανόητων αντιπαραθέσεων που ταλανίζουν τον χώρο εδώ και ενάμιση χρόνο, έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που μας εισάγουν σε μια νέα (ή μήπως παλιά;) εποχή.
Το πρώτο από αυτά είναι το έλλειμμα ουσιαστικής δημοκρατίας στη λειτουργία του κόμματος και η απόσταση των ηγετικών κλιμακίων (πλειοψηφίας και μειοψηφίας εξίσου) από τα μέλη -ακόμη και από τα μεσαία στελέχη.
Ιστορικά, βέβαια, στα περισσότερα κοινοβουλευτικά κόμματα της αριστεράς οι εκλογές αποτελούσαν πεδίο εκδήλωσης των τακτικών ικανοτήτων της ηγεσίας, με τη βάση να παρακολουθεί και να ακολουθεί, χωρίς να επηρεάζει τις εξελίξεις. Η εκλογή του Α. Τσίπρα στην ηγεσία του Συνασπισμού ήρθε (και) ως έκφραση του αιτήματος των μελών του κόμματος να εγκαθιδρυθεί ένα διαφορετικό μοντέλο χειρισμού των μεγάλων ζητημάτων. Οι τριγμοί που την ακολούθησαν και η συνεχής αντιπαράθεση με επιμέρους ομάδες και τον Αλ. Αλαβάνο υπονόμευσαν κάθε τέτοια προοπτική (βλ. για παράδειγμα τη σκληρή προσπάθεια να αφαιρεθεί κάθε σχετική αναφορά από την απόφαση του τελευταίου συνεδρίου). Αν, υπό την πίεση της καθημερινότητας, είναι μία φορά δύσκολο να αναζητηθεί και να εφαρμοστεί ένας πιο συλλογικός τρόπος λειτουργίας, αυτό καθίσταται σχεδόν αδύνατο σε συνθήκες εσωτερικής φαγωμάρας.
Έτσι, σήμερα η ηγεσία του ΣΥΝ δείχνει να έχει εγκαταλείψει τον μεταρρυθμιστικό της στόχο και να έχει επιστρέψει στην πεπατημένη, όπως τη συμβούλευαν όλοι εδώ και καιρό: αποφασίζει μόνη της τα πρόσωπα που πρέπει να βολιδοσκοπηθούν, προχωρά τις διαβουλεύσεις μαζί τους και όταν κλείσει η δουλειά μάχεται για να περάσει τις επιλογές της από τα όργανα και να κάμψει τις όποιες αντιστάσεις. Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως μαθαίνει να αντιμετωπίζει τα μέλη και τα στελέχη του κόμματος σαν ισχυρότερους ανταγωνιστές της απ’ ό,τι όσους κινούνται σε διαφορετικούς πολιτικούς χώρους.
Το τραγελαφικό της υπόθεσης είναι πως αυτή η λειτουργία, παρότι συνιστά επιστροφή στις παλιές, καλές μέρες, συναντά την πιο σκληρή αντίδραση από εκείνα τα τμήματα του κόμματος που σταθερά (και με άποψη) την υπηρέτησαν στο παρελθόν. Άραγε, δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει; Μήπως απλώς δυσανασχετούν που δεν είναι μέσα στα πράγματα; Τίποτα από τα δύο, νομίζω. Απλώς η εκλογή του Α. Τσίπρα στην προεδρία του Συνασπισμού αποτέλεσε τέτοιο ορόσημο, που η επιστροφή στις προηγούμενες ισορροπίες έχει καταστεί αδύνατη, όσο κι αν πολλοί τις νοσταλγούν.
Στο πλαίσιο αυτό, όμως, η ηγεσία του ΣΥΝ οδηγείται σε διπλή ήττα: ενώ ακυρώνει έναν βασικό στόχο της ύπαρξής της -την αλλαγή της λειτουργίας του κόμματος- ανακαλύπτει ότι ούτε η επιστροφή στο παρελθόν μπορεί να διασφαλίσει την ομαλότητα που επιθυμεί.
Το δεύτερο σημαντικό προβληματικό χαρακτηριστικό που αναπαράγεται και παγιώνεται σήμερα είναι η υποτίμηση του ανθρώπινου δυναμικού του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ. Η αγωνιώδης προσπάθεια να προωθηθεί μια συνεργασία με πρόσωπα άλλων χώρων δίνει τελικά στην κοινωνία την αίσθηση ότι το κόμμα είναι διατεθειμένο να συζητήσει την υποψηφιότητα οποιουδήποτε, εκτός από τα δικά του στελέχη, γιατί προφανώς δεν τα θεωρεί αξιόλογα. Έτσι, ακόμη κι όταν τελικά ανακοινώνονται υποψηφιότητες στελεχών του χώρου για μεγάλους δήμους και περιφέρειες, καταλήγουν να δείχνουν μίζερες κινήσεις ανάγκης.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, ακυρώνεται ένας ακόμη διακηρυγμένος πολιτικός στόχος, που είναι η υπεράσπιση της έννοιας της κομματικής ένταξης, σε μια εποχή που αυτή βάλλεται σκληρά, καθώς οι συλλογικότητες προβάλλονται ευρέως ως καταπιεστικοί μηχανισμοί για ανοιχτόμυαλους ανθρώπους και ως χώροι επιβίωσης και ανάδειξης των λιγότερο ικανών μελών της κοινωνίας.
Ο κίνδυνος να θυσιαστούν στο όνομα της προώθησης της συλλογικά αποφασισμένης πολιτικής γραμμής άλλοι μείζονες στόχοι, με έντονα ποιοτικά χαρακτηριστικά, είναι πλέον εμφανής. Και τότε η όποια εκλογική ή πολιτική επιτυχία θα συνιστά δώρο άδωρο.
*Ο Παναγιώτης Πάντος είναι μέλος της Π.Κ. Ν.Σμύρνης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου