Κρίση και συγκυρία
Η οικονομική κρίση είναι αναμφισβήτητα ένα σημαντικό ή ίσως το κεντρικό χαρακτηριστικό της συγκυρίας στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Βέβαια, αυτό που αξίζει ίσως περισσότερο να συζητηθεί αναλυτικά εν όψει του συνεδρίου, είναι όχι τόσο η ίδια η κρίση, όσο οι επιπτώσεις της στην πολιτική συγκυρία και οι πολιτικές στρατηγικές που διαμορφώνονται γύρω απ’ αυτήν. Ο κυρίαρχος αστικός συνασπισμός εξουσίας προσπαθεί να εμφανίσει το πρόβλημα της κρίσης ως καθαρά οικονομικό και ανάγει τη λύση του στο να «βρεθούν τα σωστά» ή να «εφαρμοστούν τα αναγκαία» μέτρα. Μέτρα, που όσο σωστά ή αναγκαία να τα θεωρούν οι αστοί, αντικειμενικά λειτουργούν υπέρ των συμφερόντων τους και σε βάρος των εργαζομένων (ιδιωτικοποιήσεις, λιτότητα, μείωση κοινωνικών παροχών, αποδιάρθρωση εργασιακών σχέσεων, στήριξη κερδών). Από την άλλη η αριστερά διεκδικεί την εφαρμογή της ακριβώς αντίθετης πολιτικής. Αξιοσημείωτο πάντως είναι ότι και πριν την κρίση, ή πιο σωστά τις τελευταίες 3 δεκαετίες, από τότε δηλαδή που εμφανίστηκε ο νεοφιλελευθερισμός, αυτό είναι πάνω-κάτω το σκηνικό της πολιτικής αντιπαράθεσης. Αν όμως έχουν έτσι τα πράγματα, τότε οι αλλαγές που επιφέρει η οικονομική κρίση στη συγκυρία ίσως δεν είναι και τόσο προφανείς.
Υπάρχουν δυνατότητες;
Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα είναι η κρίση της πολιτικής αντιπροσώπευσης, η οποία ξεδιπλώνεται αργά εδώ και χρόνια. Η κρίση αντιπροσώπευσης ξεκινάει καταρχάς απ’ την αυξανόμενη αδυναμία των κομμάτων εξουσίας να οργανώνουν αποτελεσματικά τη συναίνεση των μαζών γύρω από τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του κεφαλαίου. Αδυναμία που έχει να κάνει εν μέρει με την αποτυχία των στρατηγικών του δικομματισμού που προορίζονταν για την εξασφάλιση της συναίνεσης (κοινωνική ευημερία, διαφάνεια, αξιοκρατία, «αποτελεσματικό κράτος» κ.λπ.). Κυρίως όμως έχει να κάνει με την αδυναμία της εξασφάλισης ακόμα και βασικών αναγκών των εργαζομένων και της νεολαίας όπως αξιοπρεπές εισόδημα, σταθερή απασχόληση και βιώσιμο περιβάλλον. Εδώ εντοπίζεται και η πρώτη σοβαρή επίπτωση της οικονομικής κρίσης: στραγγαλίζει τα περιθώρια στην κυβέρνηση να υποσχεθεί το οτιδήποτε στον οποιονδήποτε, ώστε να ανεχτεί ή να υποστηρίξει την πολιτική της.
Σημαντικό ρόλο βέβαια και στη δυσκολία του δικομματισμού να εξασφαλίζει συναίνεση, είναι και το γεγονός ότι ένα κομμάτι της αριστεράς σταμάτησε να του την παρέχει. Κάθε άλλο παρά δευτερεύων είναι ο ρόλος που έπαιξε ο ΣΥΡΙΖΑ κατά τη διάρκεια μεγάλων κινημάτων και συγκρούσεων (εκπαιδευτικά, Δεκέμβρης) με την πολιτική στήριξη που παρείχε στον αγωνιζόμενο κόσμο. Επόμενο είναι λοιπόν να μεταβάλλεται η αντίληψη ενός κομματιού της κοινωνίας για την κυρίαρχη πολιτική, και τελικά η ανοχή του σ’ αυτήν, ανεξάρτητα από το όποιο εκλογικό αποτέλεσμα. Βέβαια, θα μου πείτε, αυτή η σπόντα για το εκλογικό αποτέλεσμα φανερώνει αμηχανία ή αδιέξοδο; Μα φυσικά τίποτα απ’ τα δύο! Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε μέχρι στιγμής είναι ότι ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να οργανώσουν τη συναίνεση, οπότε οι δυνατότητες για την αριστερά ολοένα και αυξάνουν...
Καλά μέχρι εδώ, θα μου πείτε, αλλά γιατί αυτές τις δυνατότητες δεν τις βλέπουμε στην καθημερινότητά μας; Μήπως τα πράγματα δεν είναι έτσι; Εδώ πρέπει να πούμε το εξής απλό: Είναι λογικό να μην βλέπουμε τις δυνατότητες γιατί πολύ απλά δεν φαίνονται! Άλλωστε δουλειά τους είναι να μην φαίνονται. Γι' αυτό μιλάμε για δυνατότητες και όχι για πραγματικότητα. Μπορεί τα προβλήματα της αριστεράς να μην λύνονται από μόνα τους αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δε μπορεί να λυθούν με τίποτα. Άρα αυτό που μας αρκεί αρχικά είναι να πιστεύουμε – ή μάλλον να καταλάβουμε- ότι οι δυνατότητες υπάρχουν.
Αντικειμενικές δυσκολίες για την αριστερά
Πέραν των δυνατοτήτων βέβαια, το κάδρο συμπληρώνεται και από άλλα στοιχεία, ιδεολογικά ή κοινωνικά, που βάζουν αντικειμενικά όρια στη δυνατότητά μας να παρέμβουμε αποφασιστικά στη συγκυρία. Κυρίαρχο ιδεολογικό στοιχείο στην κοινωνία είναι το ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει (όσο καλά και να τα λέει ενδεχομένως η αριστερά). Αντίληψη που προκύπτει απλά από την ίδια την πείρα των εργαζομένων τις τελευταίες δύο (ή τρεις αν προτιμάτε) δεκαετίες.
Επίσης ευρέως διαδεδομένη αντίληψη στις υποτελείς τάξεις είναι αυτή που αναθέτει τη βελτίωση της ζωής τους σε κάποιον άλλο (π.χ. σε κάποιο κόμμα ή σε έναν ηγέτη). Κοινό αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η απροθυμία του εργαζόμενου να αγωνιστεί και να συγκρουστεί με τον δικομματισμό και την εργοδοσία, και η ηττοπάθεια ακόμα και ενός κομματιού της κοινωνίας που συμπαθεί την αριστερά.
Από την άλλη, βασικό εμπόδιο αυτή τη στιγμή, για τη δράση της αριστεράς και την ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων, αποτελούν οι ιδιαίτερες κοινωνικές σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης που υφίστανται τα τελευταία χρόνια. Δηλαδή οι ελαστικές σχέσεις απασχόλησης, τα εξαντλητικά ωράρια, η μη οργάνωση σε σωματεία πολλών εργαζομένων (κυρίως νέων), η ατιμώρητη εργοδοτική αυθαιρεσία κ.λπ. που αυτόματα αποθαρρύνουν και δυσκολεύουν απίστευτα κάθε εργαζόμενο που θέλει να αντισταθεί στον νεοφιλελευθερισμό. Ταυτόχρονα γίνεται δυσκολότερη και η προσπάθεια της ίδιας της αριστεράς να προσεγγίσει και να οργανώσει τον κόσμο της εργασίας. Εδώ φαίνεται η δεύτερη επίπτωση της κρίσης στη συγκυρία: αποτελεί αφορμή για σκλήρυνση των σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης, ενώ διευρύνει το αίσθημα της ηττοπάθειας και του ανέφικτου της αλλαγής προς το καλύτερο. Αυτό ακριβώς σημαίνει η «επαναδιαπραγμάτευση των συσχετισμών δύναμης» μέσα στην κρίση.
Η αριστερά μέσα στην κρίση ή η κρίση μέσα στην αριστερά;
Η παραπάνω ανάλυση φανερώνει τελικά το πεδίο στο οποίο καλούμαστε να παρέμβουμε το επόμενο διάστημα, εν μέσω κρίσης, αν θέλουμε η αλλαγή του συσχετισμού δύναμης να είναι τελικά προς όφελος των εργαζομένων. Τι σημαίνει όμως αυτό πρακτικά για την αριστερά, ή τουλάχιστον για την οργάνωσή μας; Πώς ανατρέπουμε την ηττοπάθεια, πώς καταρρίπτουμε το επιχείρημα ότι τίποτα δεν αλλάζει; Μα ακριβώς με το να καταφέρουμε να αλλάξουμε πράγματα, να πετύχουμε δηλαδή νίκες. Και μάλιστα νίκες που μετατοπίζουν τον συσχετισμό δύναμης προς όφελος της εργασίας, όπως η οργάνωση των νέων σε σωματεία, η διεκδίκηση πλήρους και σταθερής απασχόλησης, με αξιοπρεπή ωράρια και μισθό, κ.ο.κ.
Παρόλα αυτά, ένα μεγάλο κομμάτι της αριστεράς, προσπερνά την παραπάνω ανάλυση, και τελικά προσπερνά είτε τις δυνατότητες που υπάρχουν, είτε τη φύση των εμποδίων που αναφέραμε προηγουμένως. Το αποτέλεσμα στην πρώτη περίπτωση είναι αναζήτηση πιο «ρεαλιστικού» προγράμματος και αποστράτευση από τους κοινωνικούς αγώνες, ενώ η δεύτερη άποψη υποστηρίζει την ανάγκη ενός πιο «επαναστατικού» προγράμματος και καταγγέλλει τελικά την υπόλοιπη αριστερά που δεν υιοθετεί το πρόγραμμα με το «σωστό» περιεχόμενο («λαϊκή εξουσία», «κομμουνιστική απελευθέρωση» κ.ά.). Και στις δύο περιπτώσεις πάντως έχουμε την ίδια κατάληξη: Εγκλωβίζεται η αριστερά στη συζήτηση γύρω από το πρόγραμμα (άρα στην εσωστρέφεια), ενώ θα έπρεπε να συζητά πώς θα οργανώσει και θα υπερασπιστεί, στην πράξη, την ανοργάνωτη και ανυπεράσπιστη εργατική τάξη. Έτσι, αυτή η κατάσταση οδηγεί σε αδιέξοδο την αριστερά και την κοινωνία μαζί. Κάτι ήξερε λοιπόν ο Μαρξ όταν έλεγε ότι «ένα πραγματικό βήμα του κινήματος είναι προτιμότερο από 10 προγράμματα».
Φτάνουμε πλέον στην τρίτη και ίσως πιο σοβαρή επίπτωση της κρίσης στη συγκυρία: η κρίση λειτουργεί ως καταλύτης και επιταχύνει έντονα την παραπάνω διαδικασία, φέρνοντας όλο και πιο κοντά την αριστερά σε κινδύνους όπως διασπάσεις, συρρίκνωση, εσωστρέφεια και αποστράτευση. Βλέπουμε τελικά πως η κρίση μεταφέρεται στο εσωτερικό της αριστεράς, πράγμα που εξηγεί σε ένα βαθμό το άσχημο κλίμα και τις εξελίξεις στο κόμμα μας.
Βέβαια ο ρόλος μας δεν είναι να αφήσουμε την κρίση και το άσχημο κλίμα να πέσει στα κεφάλια μας. Στόχος μας για το 6ο Συνέδριο της Νεολαίας Συνασπισμού και για το κόμμα ευρύτερα, είναι να ανασυγκροτήσουμε τον τρόπο που δρούμε και οργανωνόμαστε γύρω από τις εξής έννοιες: 1) Συλλογικότητα, 2) Αποτέλεσμα 3) Εναλλακτικό παράδειγμα και 4) Νίκη. Εδω φυσικά τείθενται αναπόφευκτα ερωτήματα για το τι εννοούμε στην πράξη με τις λέξεις «συλλογικότητα», «εναλλακτικό παράδειγμα» ή ακόμα και «αποτέλεσμα». Ε, λοιπόν την απάντηση σ’ αυτά ακριβώς τα πρακτικά ερωτήματα είναι καθήκον μας να βρούμε τα επόμενα χρόνια. Η αλλιώτικα αν προτιμάτε, να δούμε πώς θα φτιάξουμε στην πράξη συλλογικότητες που θα πυροδοτούν αντιστάσεις και κινήματα, θα φέρνουν αποτελέσματα και θα οικοδομούν το εναλλακτικό παράδειγμα της αριστεράς, ώστε να οδηγηθούμε στην τελική νίκη.
Θα παρατηρήσατε ίσως ότι τη λέξη «νίκη» δεν την έβαλα σαν ερώτημα. Σας διαβεβαιώ ότι δεν πρόκειται περί τυπογραφικού λάθους ή παράλειψης του συγγραφέα. Κι αυτό γιατί κάποια πράγματα δεν μπορεί να εξαρτώνται από τη συγκυρία ή να αποδεικνύονται από την οποιαδήποτε ανάλυση. Κάποια πράγματα πρέπει απλά να τα πιστεύεις. Η πίστη μας λοιπόν σε μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, μια κοινωνία ελευθερίας, όπου θα παίρνει απ’ τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του και θα δίνει στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του (πρέπει να) είναι αδιαπραγμάτευτη! Δεν προκύπτει από τυχόν καλό εσωκομματικό κλίμα, ούτε απειλείται από αντίστοιχο κακό κλίμα ή από την καπιταλιστική κρίση ή οποιαδήποτε ήττα του κινήματος. Δεν υπάρχει κατά τη γνώμη μου χώρος για απογοήτευση. Ότι κι αν γίνει με τα νέα μέτρα ή σε 10 χρόνια από τώρα. Γιατί κάθε αποτυχία μας κάνει πιο έμπειρους άρα και πιο δυνατούς για τη συνέχεια. Και δε φοβόμαστε την ήττα, γιατί πιο πολύ απ’ όλα αγαπάμε την τελική νίκη!
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΖΑΧΑΡΙΑΣ
Μέλος της Π.Κ. Ηλεκτρολόγων Πάτρας
ΠΛΑΓΙΟΣ
Η πίστη μας λοιπόν σε μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, μια κοινωνία ελευθερίας, όπου θα παίρνει απ’ τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του και θα δίνει στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του (πρέπει να) είναι αδιαπραγμάτευτη!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου