ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΠΙΣΤΗ
Εδώ και χρόνια, στις πορείες νιώθω μια μυστήρια μοναξιά. Όχι επειδή δεν έχουμε πολύ κόσμο. Αλλά γιατί, με τον καιρό, όλο και λιγοστεύουν οι φίλοι μου που κατεβαίνουν. Όχι οι κομματικοί φίλοι ή σύντροφοι: αυτοί είναι εκεί. Μιλάω για τον πιο προσωπικό κύκλο: φίλοι από το σχολείο, τη γειτονιά, το πανεπιστήμιο, το στρατό, τη δουλειά, τις διακοπές.
Πιθανότατα είμαι ένα κακό στέλεχος του κόμματος, αφού δεν έχω καταφέρει ούτε τους φίλους μου να πείσω ότι αυτό που κάνω/-ουμε τους αφορά. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι πλέον όχι απλώς μοιάζει να μην τους αφορά, αλλά το απαξιώνουν κιόλας, το αντιμετωπίζουν σκωπτικά, αν όχι περιπαικτικά: «Τι γίνεται; Ακόμα σώζεις τον κόσμο;». Θα μου πεις: «Ωραίους φίλους έχεις!».
Μήπως, όμως, πέραν του ότι είμαι ένα κακό στέλεχος με κακές παρέες, υπάρχει έστω και ένα μικρό ενδεχόμενο, αυτό που κάνω/-ουμε όντως να μην τους αφορά; Μιλάμε με κόσμο εκτός κόμματος; Ακούμε τι μας λέει; Αντιλαμβανόμαστε τι εικόνα έχει για την αριστερά συνολικά; Και, ειδικότερα, για την αφερεγγυότητα και την αναξιοπιστία που εκπέμπει το κόμμα μας και η πολιτική μας συμμαχία;
Έχουμε πάρει χαμπάρι ότι έχει κηρυχθεί πόλεμος στις κατακτήσεις ενός ολόκληρου αιώνα όσο εμείς παίζουμε παιχνιδάκια τακτικής μεταξύ μας; Συνειδητοποιούμε ότι το κεφάλαιο μεταμφιεσμένο σε «κράτος» κάνει το πιο ξεδιάντροπο πλιάτσικο της ιστορίας του και η κοινωνία στέκει ανήμπορη να αντιδράσει; Είναι δυνατόν να απαντάμε με ακατανόητα και αποστεωμένα συνθήματα του τύπου «Να γίνουμε εμείς η κρίση τους» (τι λες, βρε παιδάκι μου, φοβερή φιλοδοξία...) ή με σουρεαλιστικούς στίχους σαν «Ο άνθρωπος είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση» (ψαγμένο, δεν λέω...);
Σ’ αυτή τη συγκυρία οφείλουμε να είμαστε στην πρώτη γραμμή του αγώνα καλώντας, με κεντρική πρωτοβουλία, σε πανστρατιά τους πάντες: από τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ, τους Οικολόγους Πράσινους και την Ανανεωτική Πτέρυγα (αφού θέλει ειδική πρόσκληση...), μέχρι την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ΚΚΕ και το «Μέτωπο» Αλαβάνου. Κηρύσσουμε το κόμμα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και εντάσσουμε τις κινητοποιήσεις στην προσυνεδριακή διαδικασία. Την ώρα που το ευρωπαϊκό οικοδόμημα αντιλαμβάνεται και αναγνωρίζει τα όριά του, την ώρα που αυτοϋπονομεύεται βάζοντας το ΔΝΤ να εγγυηθεί την «αποκατάσταση της τάξης» εντός Ε.Ε., την ώρα που η σύγκρουση των συμφερόντων του κεφαλαίου γίνεται ορατή και στον πιο αδαή, η αριστερά δεν έχει περιθώρια για μάχες χαρακωμάτων. Τώρα δεν υπάρχει Τσίπρας και Αλαβάνος, Αριστερό Ρεύμα και Ανανεωτική Πτέρυγα, νέοι και παλιοί, ευρωπαϊστές και ευρωσκεπτικιστές, ρεφορμιστές κι επαναστάτες: υπάρχουν εκείνοι που είναι υπέρ των μέτρων (λίγοι μα δυνατοί) και θα κάνουν ό,τι μπορούν για να εφαρμοστούν και αυτοί που είναι κατά των μέτρων (πολλοί, μα αποδιοργανωμένοι) και θα κάνουν ό,τι μπορούν (;) για να μην εφαρμοστούν. Τόσο απλά.
Αν έχουμε συναίσθηση των πραγματικών κοινωνικών συσχετισμών, θα αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή ίσως είναι η τελευταία ελπίδα της αριστεράς. Αν τη χάσει και πάλι, θα αργήσει πολύ να ξανασταθεί στα πόδια της. Ο κίνδυνος του ολοκληρωτισμού καιροφυλακτεί. Ο ΓΑΠ κυβερνά χέρι - χέρι με τον Καρατζαφέρη και ο αυταρχισμός σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας ανθίζει. Κάθε κρίση, όμως, είναι και μια ευκαιρία: το ζητούμενο είναι το ποιος θα την αξιοποιήσει. Για την ώρα φαίνεται πως η ιδεολογική παντοδυναμία του καπιταλισμού, παρ' ότι μοιάζει να κλυδωνίζεται, δεν απειλείται σοβαρά και μάλλον, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα ανακάμψει.
Ισχυρίζομαι όμως ότι, αυτή τη στιγμή, πρέπει να τα παίξουμε όλα για όλα και να ρισκάρουμε. Έχω ξαναγράψει ότι η αριστερά πρέπει να λειτουργεί με το παράδειγμα: με τις νικηφόρες μάχες της. Ας θυμηθούμε την προηγούμενη περίοδο ανάτασης: φόρουμ, "Ανοιχτή Πόλη", άρθρο 16, παραλίες, λιθάνθρακας, Ελαιώνας. Οι μικρές νίκες μεγαλώνουν την αριστερά. Πόσο μάλλον οι μεγάλες: οφείλουμε να βρούμε τον τρόπο να σταθούμε στο πλάι της κοινωνίας και να την πείσουμε ότι έχει τη δύναμη να ανατρέψει αυτή την καταστροφική και αδιέξοδη πολιτική. Τώρα είναι η ώρα να μετρηθούμε και να δούμε πόσοι/-ες και ποιοι/-ες είμαστε.
Ο αγώνας είναι το πεδίο όπου ο τελευταίος μπορεί να παρασημοφορηθεί και ο πρώτος να καθαιρεθεί. Ο αγώνας είναι που χτίζει την αλληλεγγύη και τη συντροφικότητα, που ξεπερνά ανούσιες αντιπαραθέσεις και αγκυλώσεις, που ξεκαθαρίζει το ποιοι είμαστε «εμείς» και ποιοι οι «άλλοι». Η ώρα της μάχης είναι η ώρα που θα κριθούμε όλες και όλοι, που σταματά ο ανταγωνισμός για το ποιος θα διατυπώσει την πιο ούλτρα αριστερή θέση, που τα αριστερόμετρα σταματούν να μετρούν την αριστεροσύνη του καθενός μας, είναι η ώρα που πρέπει να πούμε απλά και κατανοητά πράγματα: Να συμφωνήσουμε σε (τρεις; πέντε;) απλές, μα πειστικές αντιπροτάσεις και να τις επαναλαμβάνουμε διαρκώς και σε όλους τους τόνους. Να μαζέψουμε τους ανθρώπους του πνεύματος, τους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους (θα επανέλθω γι’ αυτό). Να κάνουμε μαζικές προσφυγές για τη μονομερή και καταχρηστική αθέτηση των ΣΣΕ. Να μηνύσουμε τον πρωθυπουργό για εξαπάτηση του ελληνικού λαού, καθώς η πολιτική που ακολουθεί δεν έχει καμία δημοκρατική νομιμοποίηση από την κοινωνία. Να κατακλύσουμε τη χώρα με πορείες και διαδηλώσεις που να κάνουν σαματά και να ξεσηκώνουν τον κόσμο, να (ξανα)πάρουμε τους φίλους μας μαζί, να κάνουμε ακτιβισμούς και καταλήψεις, να γεμίσουμε τον τόπο πανό και συνθήματα. Να μιλάμε στον διπλανό μας και να του εξηγούμε.
Η αριστερά κρίνεται στους δρόμους και όχι στους διαδρόμους και στις προσυνεδριακές ίντριγκες. Αν εμείς την έχουμε εκφυλίσει τόσο που νομίζουμε ότι κρίνεται στα κανάλια ή/και στα παρασκήνια, τότε σε λίγο θα πάψει να αφορά και εμάς τους ίδιους. Η ΚΠΕ ενέκρινε ίσως το καλύτερο κείμενο θέσεων που επεξεργάστηκε ποτέ το κόμμα μας. Με ανθρώπινη γλώσσα, μακριά από «ξύλινες» ορολογίες, με σοβαρή ανάλυση της περιόδου, με σκληρή αυτοκριτική και με συγκεκριμένες προτάσεις.
Όχι ότι δεν έχει αδυναμίες και κενά. Έχουμε όμως μπροστά μας όλη την περίοδο του προσυνεδριακού διαλόγου για να το βελτιώσουμε ακόμα περισσότερο, με τη συμβολή όλων των μελών μας. Με αισιοδοξία και μαζική συμμετοχή, τόσο στις εσωκομματικές διαδικασίες όσο και στους κοινωνικούς μας χώρους, να ξαναοργανώσουμε την παρουσία και την παρέμβασή μας ώστε να οδηγηθούμε σε ένα πανηγυρικό, αγωνιστικό, μαχητικό συνέδριο με όρους αναδιάταξης των δυνάμεών μας με βάση τους κοινούς μας αγώνες και όχι τις προσωπικές αντιπαραθέσεις και φιλοδοξίες. Πριν οδηγήσουμε την αριστερά (και τους εαυτούς μας...) στην πλήρη απαξίωση και ανυποληψία και την κοινωνία στις αγκάλες της ακροδεξιάς, έχουμε μια τελευταία ευκαιρία: ΟΛΟΙ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ!