Αν "τεντώσεις" τη διαφωνία στα άκρα, θα έχεις ένα αποτέλεσμα που θα ξεπερνά το περιεχόμενό της

Της Φλώρας Νικολιδάκη


Εξετάζοντας το θέμα της «διαφωνίας» από φιλοσοφική άποψη, θα λέγαμε ότι η διαφωνία πραγματοποιείται πάντα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Δηλ. μέσα σε ένα σχήμα που συγκροτούν άνθρωποι για ένα συγκεκριμένο σκοπό ή σε ένα σύστημα ιδεών, απόψεων και αντιλήψεων. Διέπεται δηλ. η «διαφωνία» από τις ίδιες αρχές έκφρασης της «γνώμης». Ωστόσο όταν λέμε στα ελληνικά «διαφωνία» εννοούμε κάτι πέραν μιας διαφορετικής γνώμης. Η «διαφωνία» έχει μεγαλύτερη ένταση σαν έννοια από την έκφραση μιας «διαφορετικής γνώμης». Από την εμπειρία μας ως πολίτες γνωρίζουμε ότι η δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς το δίπολο συμφωνία-διαφωνία.


Επίσης, στα «πολιτικά ελληνικά», όταν λέμε ότι κάποιος διαφωνεί δεν εννοούμε ασφαλώς ότι θέλει διαφορετικό χαρτί στα ψηφοδέλτια ή διαφορετικό χρώμα στην αφίσα.


Συνήθως όταν λέμε ότι κάποιος διαφωνεί εννοούμε ότι έχει διαφορετική προσέγγιση ενός ολόκληρου θέματος, για μεγάλη χρονική περίοδο, που πρακτικά η διαφωνία του αυτή τον απομονώνει για πολύ καιρό από αυτό που σκέπτονται και πράττουν οι άλλοι που συμφωνούν, με αποτέλεσμα σιγά-σιγά να λιγοστεύουν και να εξαφανίζονται οι τόποι «συνάντησης» των ιδεών και των πράξεων. Από 'κεί και πέρα το διαζύγιο είναι θέμα χρόνου.


Αυτό που με ενδιαφέρει να εξετάσουμε λίγο πιο προσεκτικά είναι η λανθάνουσα διαμόρφωση της διαφωνίας μέσα από πρακτικές που, αν αποφευχθούν, μπορούν να κρατήσουν τα πράγματα στο επίπεδο έκφρασης «γνώμης-συμφωνίας» και «γνώμης-διαφωνίας».


 


Πρακτική πρώτη: Ο προκαθορισμός


Σχεδόν πάντα όταν προσερχόμαστε σε μια συζήτηση που πρέπει να καταλήξει σε απόφαση έχουμε τη γνώμη μας που είναι βασισμένη σε στοιχεία, γεγονότα, πληροφορίες, αλλά και σε «διαίσθηση» ή «αίσθηση» της κατάστασης. Το φυσικό είναι βέβαια να περιμένουμε και τη συζήτηση που θα γίνει για να «αποφασίσουμε». Στην πολιτική, πολύ συχνά, όσοι είναι επιφορτισμένοι με την «πράξη λήψης των αποφάσεων», παίρνουν μέρος στον «τόπο λήψης της απόφασης», με προκαθορισμένη την απόφαση. Αυτό γίνεται για να περιφρουρηθούν οι συσχετισμοί και οι αποφάσεις ενός γενικότερου πλαισίου, που έχει καθορισθεί από πριν σε ανώτερες διαδικασίες, π.χ. συνέδρια, συνελεύσεις, εκλογές, νομοθεσία, σύνταγμα κ.λπ. Ωστόσο η κοινωνία, λειτουργώντας στις δομές που δημιουργεί, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αλλάζει συνεχώς, κάθε στιγμή τα πλαίσια των ειλημμένων αποφάσεων. Η πολιτική, θέλοντας να ανταποκριθεί δημιουργικά στη συνεχή κίνηση που δημιουργεί η ανάγκη των ανθρώπων να αλλάζουν τις απόψεις τους και τις ενέργειές τους με βάση τα συμφέροντά τους, επιλέγει «στρατόπεδο». Η αριστερή πολιτική επιλέγει και κρίνεται συνεχώς από το αν βρίσκεται στο στρατόπεδο της εργασίας, της υπεράσπισης των κοινωνικά αδύναμων ανθρώπων, των νέων, των γυναικών, των μειονοτήτων. Ουσιαστικά αυτή είναι η κορυφαία απόφαση της αριστερής πολιτικής.


 


Πρακτική δεύτερη: Η επιβολή


Η «επιβολή» είναι το όπλο κάθε μηχανισμού. Κάθε ομάδα που λειτουργεί συντονισμένα έχει τη δυνατότητα να επιβάλει τη θέλησή της σε λιγότερους ή περισσότερους ανθρώπους. Από το ψέμα και τη χαλκευμένη πληροφορία μέχρι τον ωμό πολιτικό ή προσωπικό εκβιασμό, όλα επιτρέπονται σε κάποιον που ακολουθεί την πρακτική της «επιβολής». Για την αριστερά, η χρήση αυτού του όπλου είναι πραγματική πρόκληση. Επιβολή ή βασανιστική προσπάθεια για ένα ανώτερο επίπεδο συνείδησης; Υπάρχει όριο και πού βρίσκεται;


 


Πρακτική τρίτη: Η ψηλάφηση των προθέσεων


Όπως αναλύοντας ένα έργο τέχνης προσπαθώντας να ερμηνεύσεις τον καλλιτέχνη (γιατί άραγε;) σχεδόν πάντα λες πράγματα που προβάλλουν στο έργο του, δικές σου ανάγκες, βεβαιότητες και ανασφάλειες, έτσι γίνεται και με την ανίχνευση των προθέσεων ανθρώπων που ενεργούν με έναν ορισμένο τρόπο. Αυτή τη λειτουργία τη θεωρώ καταστροφική στην πολιτική, ιδιαίτερα αν αποτελεί πρακτική ανθρώπων που αντιπροσωπεύουν άλλους. Θα κερδίσουμε πολλά αν ακολουθήσουμε τον κανόνα: Περιμένουμε την πράξη να αποδείξει την αλήθεια. Δεν προτρέχουμε, δεν προκαταλαμβάνουμε, δεν προδικάζουμε.

 
eXTReMe Tracker