Η συγκυρία που διανοίγεται με τα εγκαίνια της ΔΕΘ 2009, όντας σαφέστατα προεκλογική και ταυτόχρονα βαθιά κρισιακή, χαρακτηρίζεται από τρεις κυρίαρχους προσδιορισμούς:
Στο οικονομικό επίπεδο, προβλέπεται από όλες τις πλευρές, το βάθεμα και η όξυνση της καπιταλιστικής χρηματοπιστωτικής κρίσης, που έχει αναδειχθεί εγχώρια και διεθνώς, από το δεύτερο εξάμηνο του 2008, με κύριες εκφάνσεις :
Κατά πρώτο, τη σημαντική παραγωγική ύφεση, η οποία αν στη μεταποιητική βιομηχανία εμφανίζει ήδη μείωση της τάξης του 11%, σε άλλους τομείς όπως οι κατασκευές και οι υπηρεσίες (τουριστικές εκμεταλλεύσεις) φτάνει μέχρι και ποσοστά του 30%.
Κατά δεύτερο, την ισχυρή διεύρυνση της ανεργίας όσο και της μερικής - προσωρινής απασχόλησης, καθώς και ταυτόχρονα της υπεραπασχόλησης. Το επίπεδο της ανεργίας φτάνει στην τρέχουσα περίοδο στο 10%, με τη σαφή προοπτική να προσαυξηθεί στη διάρκεια του 2010 στο επίπεδο του 12%, και συνυπολογίζοντας τη λανθάνουσα ανεργία κ.λπ. στο πραγματικό ύψος του 16%.
Κατά τρίτο, την χρησιμοποίηση της υπαρκτής αντικειμενικής κρίσης της καπιταλιστικής παραγωγής ως εφαλτήριου για τη γενικευμένη περαιτέρω αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων και της αγοράς εργασίας, προκειμένου να συγκρατηθεί η απομειούμενη κεφαλαιοκρατική κερδοφορία σε ανεκτά επίπεδα υπεραξίωσης του κεφαλαίου.
Στο πολιτικό επίπεδο, κύριο μέλημα του αστικού πολιτικού συστήματος στην προεκλογική περίοδο που διανοίγεται, αναδεικνύεται η διασφάλιση μιας σχετικά σταθεροποιημένης κυβερνητικής διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης. Αυτό με χαρακτηριστικά εμβάθυνσης του νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα της με φορέα τον ένα από τους δύο πόλους του αστικού δικομματισμού (εν προκειμένω κεντροαριστερής έμπνευσης), χωρίς ωστόσο την αποδυνάμωση του άλλου πόλου (κεντροδεξιάς) κάτω από ορισμένα επίπεδα, που θα μπορούσαν να επιφέρουν την συνολική αποσταθεροποίηση του νεοφιλελεύθερου δικομματισμού (ΠΑΣΟΚ + Ν.Δ. σε επίπεδα περί το 75%). Κι’ αυτό στο πλαίσιο μιας αντικειμενικής ταυτότητας πολιτικών προσανατολισμών ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. σ’ όλα τα επίπεδα της κυβερνητικής πολιτικής : Ταυτόσημη επιδίωξη επιβολής δρακόντειας δημοσιονομικής πολιτικής, ολοκλήρωση της πλήρους αποκρατικοποίησης των κοινωφελών επιχειρήσεων, στήριξη με παντοειδείς τρόπους της ιδιωτικής καπιταλιστικής ανάπτυξης των επιχειρήσεων κ.ά.
Τέλος, στο κοινωνικό επίπεδο, τα ολέθρια αποτελέσματα της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης της σύγχρονης κρίσης της καπιταλιστικής οικονομίας, μπορεί αναμφισβήτητα να τροφοδοτούν τη διόγκωση της λαϊκής δυσαρέσκειας, και να συντείνουν σε ροπές απονομιμοποίησης του αστικού δικομματικού συστήματος, ωστόσο δεν οδηγούν αυτοματοποιημένα προς κινηματικές πρακτικές κοινωνικής αντίστασης, ενώ μπορούν κάτω από ορισμένες συνθήκες (όπως εκδηλώθηκαν στις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2009) να ενισχύσουν υπαρκτές τάσεις συντηρητικής λαϊκής αναδίπλωσης.
Μ’ αυτή την έννοια, μπορεί να αναδεικνύονται επιμέρους κινήσεις σε επιχειρηματικό επίπεδο και με αφορμή ακραίες εκδηλώσεις του εργοδοτικού δεσποτισμού (απολύσεις, μείωση απασχόλησης και αποδοχών όπως στη Γουίντ, στην Ελλάκτωρ, στην Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία κ.λπ.), ωστόσο πρόκειται για αντιδράσεις ακραίου αμυντικού εργατικού χαρακτήρα και μεμονωμένης επιχειρησιακής καταγραφής.
Στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία, η αδυναμία προβολής αποτελεσματικών συνδικαλιστικών αντιδράσεων μαζικού χαρακτήρα, προέρχεται προφανώς και από τις μεταλλάξεις που έχουν επέλθει στην ίδια την κοινωνική κατάσταση της μισθωτής εργασίας (παρατεταμένος επί μια 20ετία νεοφιλελευθερισμός), αλλά και από την αποψίλωση και παραφθορά του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, που τροφοδοτήθηκε κυρίως από τις συναινετικές και φιλο-εργοδοτικές πρακτικές των πλειοψηφιών στο δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο επίπεδο του εργατικού συνδικαλισμού.
Το ελληνικό αριστερό κίνημα σε ασύμπτωτες τροχιές
Απέναντι σ’ αυτή τη διαμόρφωση της τρέχουσας κοινωνικής συγκυρίας που χαρακτηρίζεται από την προεκλογική αντιπαράθεση και την όξυνση της καπιταλιστικής κρίσης, πώς διαμορφώνονται οι όροι παρέμβασης του αριστερού πολιτικού, εργατικού ταξικού και ριζοσπαστικού νεολαιίστικου κινήματος στην προοπτική αναχαίτισης των καταστρεπτικών νεοφιλελεύθερων συνεπειών, ανάδειξης μιας αποτελεσματικής ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης, διαμόρφωσης των προϋποθέσεων δραστικής αλλαγής του συσχετισμού των δυνάμεων, διάνοιξης δρόμων για την ανάδειξη στρατηγικών αντικαπιταλιστικών κατευθύνσεων;
Η πολυδιάσπαση και οι διαχωριστικές πρακτικές, οι στρεβλώσεις και ανεπάρκειες όσο και τα κρισιακά φαινόμενα, προσδιορίζουν τη συνολική σημερινή φυσιογνωμία της ελληνικής Αριστεράς, που μπορεί μεν να έχει υπερβεί το ιστορικό όριο της πολιτικής της επιρροής του 11% και να έχει φτάσει στο επίπεδο του 14% από τον Σεπτέμβριο του 2007, ωστόσο παραμένει καθηλωμένη σταθερά σ’ αυτή. Κι’ αυτή η διαπίστωση συνοδεύεται από το εξίσου σημαντικό γεγονός της υποχώρησης της κριτικής ριζοσπαστικής αριστερής ηγεμονίας, παρόλη την καταφανή κατάρρευση των αστικών «αξιών» που έφερε στην επιφάνεια η τρέχουσα καπιταλιστική κρίση.
Αλλά και οι κοινωνικές συνδικαλιστικές παρεμβάσεις, παρά την ορισμένη τους ζωτικότητα σε επιμέρους εργασιακούς τομείς, παραμένουν σε ασύμπτωτες μεταξύ τους τροχιές, και με αναιμικά χαρακτηριστικά στο συνολικό επίπεδο (λ.χ. αδυναμία του ΠΑΜΕ να διοργανώσει μαζικά την πανελλαδική απεργία στους κλάδους όπου πλειοψηφεί για τις ΣΣΕ μέσα στον Ιούλιο 2009).
Το ΚΚΕ, παρόλη τη διασφάλιση της πρωτοκαθεδρίας στην ελληνική Αριστερά, και παρόλο τον έντονο εργατικό ακτιβισμό που αναπτύσσει το ΠΑΜΕ πρόσφατα, εντούτοις συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από τον ισχυρό πολιτικό του υποκειμενισμό, να αναδεικνύει μια σταθερή διαχωριστική πρακτική απομονωτισμού, αποσκοπώντας στην πολιτική ενίσχυση του εαυτού του και αδυνατώντας να πολιτευτεί ως τροφοδότης μιας πλατιάς αριστερής λαϊκής ενότητας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μετατραπεί στο πολιτικό πεδίο ανάδειξης και αναπαραγωγής μιας βαθιάς κρίσης και πολυσήμαντων αντιφάσεων, εξαιτίας κυρίαρχα της αμφισημίας - διγλωσσίας που καταγράφεται (απότοκη της εκσυγχρονιστικής παρέμβασης της Ανανεωτικής Πτέρυγας του ΣΥΝ ), θέτοντας σε αμφιβολία τη δυνατότητα ανταπόκρισης στον αναγκαίο ρόλο μιας δυναμικής κοινωνικής αντιπολίτευσης, όπως τουλάχιστον έχει με καθαρότητα υποδειχθεί από τις ριζοσπαστικές δυνάμεις που επιδιώκουν τη δημοκρατική του ανασύνθεση και τον αντισυστημικό του προσανατολισμό.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρόλη την επίτευξη της συμμαχικής συμπαράταξης επιμέρους αντικαπιταλιστικών σχηματοποιήσεων (ΜΕΡΑ και ΕΝΑΝΤΙΑ), κατέδειξε την αδυναμία απόκτησης ευρύτερου ακροατηρίου (πέραν του ιστορικού 0,2% + 0,2% = 0,4%), όσο και την αποστασιοποίηση από τις όποιες κινήσεις και διεργασίες του ευρύτερου αριστερού λαϊκού κινήματος, ενώ τα δύο μαρξιστικά - λενινιστικά ΚΚΕ παραμένουν εξίσου αποστασιοποιημένα.
Ενωτική μετωπική ριζοσπαστική κοινωνική αντιπολίτευση
Παρόλα αυτά, δηλαδή την κίνηση σε ασύμπτωτες τροχιές των δυνάμεων του ελληνικού αριστερού, εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος, την απουσία όρων ενωτικής αριστερής λαϊκής συμμαχίας, εντούτοις στη συγκυρία που διανοίγεται (προεκλογική αντιπαράθεση - βάθεμα της καπιταλιστικής κρίσης), είναι δυνατή η ανάδειξη όρων αποτελεσματικής αριστερής λαϊκής αντιπολίτευσης, ισχυρού κλονισμού του αστικού δικομματισμού και ματαίωσης της όποιας αυτοδυναμίας της κεντροδεξιάς ή της κεντροαριστεράς.
Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί με την υιοθέτηση μιας πολιτικής γραμμής τουλάχιστον παράλληλων μετωπικών πολιτικών παρεμβάσεων, βαθιά κοινωνικού χαρακτήρα, του συνόλου των αριστερών εργατικών και νεολαιίστικων δυνάμεων (οι συγκλίσεις στους διεκδικητικούς στόχους είναι περισσότερο από προφανείς και πολυπληθείς), στα καίρια μέτωπα των κοινωνικών αντιπαραθέσεων, μιας de facto αριστερής λαϊκής ενότητας ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης στις νεοφιλελεύθερες εκδοχές διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης.
Κι’ αυτό μακράν της επικράτησης λογικών του εκλογικού κομματικού υποκειμενισμού, αλλά απεναντίας στη βάση της ενίσχυσης του εργατικού και νεολαιίστικου κοινωνικού αντιπολιτευτικού κινήματος, έτσι ώστε να ορθωθεί απέναντι στην όποια κυβερνητική εναλλαγή του νεοφιλελεύθερου δικομματισμού, ένα ισχυρό ριζοσπαστικό κοινωνικό μέτωπο, ικανό να διαδραματίσει τον ρόλο της αποτελεσματικής αριστερής λαϊκής αντιπολίτευσης.
Κυρίαρχη κατεύθυνση για την ελληνική Αριστερά και ιδιαίτερα για τον ΣΥΡΙΖΑ, με αφορμή την αφετηρία της ΔΕΘ 2009, δεν μπορεί να είναι η εκλογικίστικη έκφραση των λαϊκών αναγκών και άρα η ένταση του πολιτικού υποκειμενισμού των αριστερών πολιτικών σχηματισμών, και μάλιστα με ανταγωνιστικούς μεταξύ τους όρους. Απεναντίας, καθοριστικός χρειάζεται να είναι ο ρόλος του αριστερού κινήματος, στα ζωτικά πεδία των κοινωνικών ανταγωνισμών, σε μια κατεύθυνση ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης, με στόχευση την ανάδειξη ενός πλατειού και ισχυρού αριστερού κοινωνικού μετώπου, που να μπορεί να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά στον καταιγισμό των νεοφιλελεύθερων μέτρων που υπαγορεύουν οι διεθνικοί καπιταλιστικοί οργανισμοί όσο και τα επιχειρηματικά εργοδοτικά κέντρα, καθώς και απέναντι στο αστικό πολιτικό μπλοκ, στην κεντροαριστερή και κεντροδεξιά του εκδοχή. Η διεύρυνση της πολιτικής επιρροής και ισχύος της ελληνικής Αριστεράς δεν μπορεί παρά να είναι το αποτέλεσμα αυτής της ενωτικής κοινωνικής αριστερής δράσης κι’ όχι το αντίστροφο.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα (υπηρέτηση του λαϊκού αντιπολιτευτισμού από την αριστερή πολιτική ριζοσπαστικότητα), κι’ εφόσον από όλες τις πλευρές αναγνωρίζεται ότι «την κρίση οφείλει να πληρώσει το κεφάλαιο» (που την έχει δημιουργήσει), τότε ο πολιτικός παρεμβατισμός της ελληνικής Αριστεράς στο κοινωνικό επίπεδο δεν μπορεί να συνδέεται ή να παραπέμπει στον οποιονδήποτε διακηρυγμένο ή συγκαλυμένο κυβερνητισμό.
Πρόκειται για την απόρριψη της προοπτικής της κεντροαριστερής συμπαράταξης (που υποστηρίζεται από την Ανανεωτική Πτέρυγα του ΣΥΝ), όπου και οι όποιοι προσανατολισμοί «δημοκρατικών προοδευτικών» διαρθρωτικών αλλαγών δεν μπορούν παρά να συνθλιβούν κάτω από τις ήδη προκαθορισμένες σταθερές των προγραμματικών εξαγγελιών του ΠΑΣΟΚ (λ.χ. περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, προτεραιότητα των καπιταλιστικών επιχειρηματικών επιδιώξεων κ.λπ.). Πρόκειται εξίσου από την άλλη πλευρά για τον παραμερισμό μιας ορισμένης πολιτικής λογικής «κυβερνητικής προτασεολογίας» από αντιπολιτευτικές θέσεις, που εξαντλείται σε «προτάσεις» άμεσων μέτρων, οι οποίες δεν μπορούν να εφαρμοστούν αντικειμενικά (εφόσον πλειοψηφεί ο αστικός δικομματισμός) και δεν αντιπροσωπεύουν διεκδικητικούς ριζοσπαστικούς στόχους.
Μακριά έτσι από τον εκλογικισμό και την κάθε μορφής κυβερνητική προτασεολογία, σε αντίθεση με την όποια κεντροαριστερή σύμπραξη, η αριστερή ριζοσπαστική παρέμβαση στην περίοδο που διανοίγεται : Τροφοδοτεί ισχυρά το κοινωνικό κίνημα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της καπιταλιστικής κρίσης. - Συμβάλλει στην ανάπτυξη παράλληλων ενωτικών εργατικών και νεολαιίστικων λαϊκών παρεμβάσεων απέναντι στη νεοφιλελεύθερη κυβερνητική διαχείριση. - Αναδεικνύει τον ριζοσπαστικό αντιπολιτευτικό χαρακτήρα των μετωπικών κοινωνικών δράσεων οδηγώντας στην αναζήτηση αντικαπιταλιστικών διεξόδων στις οικονομικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις. - Προβάλλει τη λογική των ενωτικών ταξικών κινητοποιήσεων επιδιώκοντας τη μετωπική πολιτική τους αντιστοίχηση στην κατεύθυνση του κλονισμού της νεοφιλελεύθερης κυβερνητικής διαχείρισης του αστικού δικομματισμού.
ΑΝΕΣΤΗΣ ΤΑΡΠΑΓΚΟΣ
Συντονιστικό ΣΥΡΙΖΑ Θεσσαλονίκης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου