Η υπόθεση με την «καταγγελία» του Περικλή Κοροβέση πίκρανε αφάνταστα και εξόργισε τον κόσμο της αριστεράς. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κατηγόρησε ότι και ο ενιαίος Συνασπισμός χρηματίστηκε το 1990 από τη Ζίμενς.
Αναπαρήγαγε δημοσίευμα, όπου ο συντάκτης του, ο δημοσιογράφος Γ. Βότσης, ανέφερε ότι «ανεπιβεβαίωτες φήμες, που ουδέποτε διερευνήθηκαν, προσδιόριζαν τότε τη “μίζα” σε δύο δισ. δρχ. για το κομματικό ταμείο του ΠΑΣΟΚ, άλλα τόσα για τη Ν.Δ. και ένα δισ. για τον ενιαίο τότε “Συνασπισμό”…».
Ακολούθησαν κατηγορηματικές διαψεύσεις τόσο από το ΚΚΕ όσο και από τον Λεωνίδα Κύρκο. Ο Κύρκος αμέσως διάψευσε με την εξής λακωνική δήλωση: «Άργησε πολύ να κατασκευάσει αυτό το βδελυρό παραμύθι». Και τρεις μέρες αργότερα χαρακτήρισε τις φήμες αυτές «βδελυρές συκοφαντίες».
Οι διαψεύσεις αυτές ικανοποίησαν τον Περικλή Κοροβέση. Έτσι, έσπευσε να δηλώσει την επομένη: «Χαίρομαι που με μια δήλωση που ανακύκλωνε ήδη πολυδημοσιευμένες πληροφορίες υπήρξαν αντιδράσεις, έστω και καθυστερημένα».
Τέλος καλό, όλα καλά, θα μπορούσε κανείς να πει. Δυστυχώς! Ήταν απλώς η πρώτη πράξη μιας προσχεδιασμένης αμφίπλευρης επίθεσης κατά της αριστεράς. Από τη μία πλευρά, από εκείνους που δουλεύουν για το ΠΑΣΟΚ και από την άλλη από εκείνους που έχουν ως στρατηγική τους την αφομοίωση του Συνασπισμού από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Οι προστάτες του ΠΑΣΟΚ
Οι άνθρωποι που δουλεύουν για το ΠΑΣΟΚ «φροντίζουν» από τώρα να μετριάσουν τις αναπόφευκτες διαρροές του ΠΑΣΟΚ, καλλιεργώντας κλίμα ότι όλοι ίδιοι είναι, μηδέ της αριστεράς εξαιρουμένης. Όταν θα αρχίσει να πέφτει λίγο φως στις διαδρομές των υπόλοιπων 99 εκατομμυρίων ευρώ - το πρώτο, κατά πάσα πιθανότητα, κατέληξε στο ΠΑΣΟΚ μέσω Τσουκάτου- τα οποία επέτρεψαν στη Ζίμενς να κλείσει με το Ελληνικό Δημόσιο τρεις μεγάλες συμβάσεις, την περίοδο 1996 έως 2003, δηλαδή όλες με κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ, είναι βέβαιο ότι ο απλός κόσμος του ΠΑΣΟΚ θα αισθανθεί προδομένος και θα αντιδράσει.
Αυτές τις αντιδράσεις θέλουν να προλάβουν. Έτσι στις 12 Αυγούστου ο κατά τον Γιώργο Βότση «σεμνός και τολμητίας» καθηγητής Κώστας Μπέης, αναφερόμενος στην πληροφορία που έχει φέρει στη δημοσιότητα ο «διαπρεπής και ευπρεπής» Γιώργος Βότσης, γράφει: Είναι «δυστυχώς, καθώς φαίνεται, ακριβής πληροφορία». Και πιο κάτω: «...(οι άθλιοι!) είχαν εισπράξει πέντε δισεκατομμύρια δραχμές από την προμηθεύτρια εταιρεία για... τις ανάγκες των κομμάτων τους! Όχι! Διάψευση δεν υπήρξε από κανέναν».
Δεν του αρκεί, όμως, αυτό του κ. Μπέη. Κοτζάμ ομότιμος καθηγητής της Πολιτικής Δικονομίας και να αρκεστεί μόνο στην αναπαραγωγή μιας πληροφορίας, λες και είναι Κοροβέσης; Προσθέτει λοιπόν: «Άκουσα μ' αυτήν την ευκαιρία, και άλλες παρόμοιες ιστορίες για αγρίους. Φυσικά, δίχως καμιά χαραμάδα ελπίδας, να πρόκειται τάχα για αδέσποτες και κακόβουλες φήμες. Μελαγχόλησα, λοιπόν».
Εμείς να δεις! Και για να αποφύγουμε ενδεχόμενες παρανοήσεις, δεν πρόκειται περί συνωνυμίας. Είναι όντως ο «σεμνός και τολμητίας Κώστας Μπέης», κατά τον Γιώργο Βότση, τον «διαπρεπή και ευπρεπή» δημοσιογράφο, κατά τον κ. Κώστα Μπέη.
Ο δρόμος είχε ανοίξει για να προβάλουν στο προσκήνιο οι μεγάλοι κρατικοδίαιτοι επιχειρηματικοί όμιλοι, που χρησιμοποιούν τα εκδοτικά συγκροτήματά τους, και πρωτίστως τα κανάλια τους, ως πολιορκητικούς κριούς της εξουσίας. Έτσι Βήμα, Νέα και Έθνος έπιασαν αμέσως δουλειά.
Χαρακτηριστική της προσπάθειας αυτής είναι και η συνέντευξη του Κώστα Σκανδαλίδη, γραμματέα του ΠΑΣΟΚ την επίδικη περίοδο, στον Ν. Χασαπόπουλο. Μεταξύ άλλων, ο δημοσιογράφος λέει: «Στη δίνη του σκανδάλου της Siemens ενεπλάκη όμως πρόσφατα και η αριστερά». Και ο Σκανδαλίδης απαντά: «Θέλω να είμαι κατηγορηματικός. Δεν έχω κανέναν λόγο ή στοιχείο για να επιβεβαιώσω ή να διαψεύσω παρόμοιες καταγγελίες. Πολύ περισσότερο να τις υιοθετήσω… Δεν είσαι εξ ορισμού καθαρός επειδή εκφράζεις κατά τη γνώμη σου το “λαϊκό συμφέρον” και οι αντίπαλοί σου τα “μονοπώλια” ή το “κεφάλαιο”».
Την ίδια, όμως, μέρα, 24 Αυγούστου, ο Γ. Βότσης μας υπενθυμίζει από την “Ελευθεροτυπία” τι είχε γράψει για το θέμα, αλλά και προσθέτει ότι επιχείρησε τότε να διασταυρώσει τις ανεπιβεβαίωτες φήμες ερωτώντας τους ίδιους τους πρωταγωνιστές:
«Ο Κων. Μητσοτάκης αρκέστηκε να μου πει ότι ήταν επιτακτικά αναγκαίος ο εκσυγχρονισμός του ΟΤΕ και ότι η κυβέρνηση Ζολώτα κωλυσιεργούσε. Λέξη για τη “μίζα”. Ο Χαρ. Φλωράκης, με τον οποίο είχα τότε πολύ καλές σχέσεις… αντέδρασε γελώντας, όταν τον ρώτησα αν ο «Συνασπισμός» το τσέπωσε το ένα δισ. “Και σαν χωρατό είναι κακό, Γιώργη…”. Τον Αν. Παπανδρέου λυπόμουν να τον στενοχωρήσω κι άλλο, έτσι όπως ήταν πια ερείπιο με τη Δήμητρα Λιάνη…»
Απ’ ό,τι φαίνεται, ο δημοσιογράφος δεν θεώρησε επαρκείς τις διαψεύσεις. Τι παραπάνω, αλήθεια, μπορούσαν να του πουν; Ανέμενε, μάλλον, να του προσκομίσουν στοιχεία οι «κατηγορούμενοι» ότι δεν πήραν μίζες. Δεν είχε αυτός, ο δημοσιογράφος, στα αυτιά του οποίου έφτασε η πληροφορία, από άνθρωπο προφανέστατα, ότι Μητσοτάκης, Παπανδρέου και Φλωράκης πήραν “μίζες” για τα κόμματά τους από τη Ζίμενς, την υποχρέωση να ρωτήσει την πηγή του από πού το άκουσε ή πώς το ξέρει, ποιος του το είπε, και βήμα-βήμα προς τα πίσω να αναζητήσει την αλήθεια; Έπρεπε οι «κατηγορούμενοι» να έχουν αποδείξεις για έναν «χρηματισμό» που διαψεύδουν ότι έγινε. Αν αυτό δεν είναι ο παραλογισμός σε όλο του το μεγαλείο, τι είναι;
Προφανώς, συνειδητά και σκόπιμα παράγουν και αναπαράγουν φήμες, για να δώσουν επιχειρήματα στο ΠΑΣΟΚ, όταν θα αρχίσουν να έρχονται στο φως οι αποδείξεις για το πού πήγαν τα 100 εκατομμύρια ευρώ. Τότε, το ΠΑΣΟΚ και τα εκδοτικά συγκροτήματα που το στηρίζουν θα αναμασούν τη συκοφαντία ότι και η αριστερά τα πήρε από τη Ζίμενς. Ελπίζουν ότι έτσι θα καταφέρουν να περιορίσουν τις διαρροές από το ΠΑΣΟΚ.
Οι “αριστεροί” πολέμιοι του Συνασπισμού
Από την πλευρά του Κοροβέση, η επίθεσή του κατά του Συνασπισμού υπηρετεί έναν δυσκόλως υποκρυπτόμενο σκοπό. Να πληγεί η ηθική υπόσταση της αριστεράς που δεν θέλει να διαλυθεί μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Να διευκολυνθεί η στρατηγική της αφομοίωσης του ΣΥΝ από τον ΣΥΡΙΖΑ. Να ολοκληρωθεί η «αριστερή» στροφή με μια ακόμη «αριστερότερη».
Έτσι, ενώ φάνηκε, προς στιγμήν, να μένει ικανοποιημένος επειδή κατάφερε, ανακυκλώνοντας μια πληροφορία, να προκαλέσει απαντήσεις, την επομένη επανήλθε δριμύτερος, ξεκαθαρίζοντας τον στόχο του: την ανανεωτική αριστερά και τον Συνασπισμό.
Τι έκανε, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ; Πώς αντέδρασε; Με μια χλιαρή δήλωση, που διευκρινίζει ότι οι απόψεις του Κοροβέση επί του θέματος είναι προσωπικές και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Ο Αλαβάνος υπήρξε λίγο τολμηρότερος: Αφού έμπλεξε το εγκώμιο του ήρωα της αντίστασης, του ανθρώπου που «με το μαρτύριο και τη μαρτυρία του συνέβαλε στη μεγαλύτερη ήττα ίσως της χούντας σε διεθνές επίπεδο, την αποπομπή της από το Συμβούλιο της Ευρώπης» - που ιστορικά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, απλώς τρέχουσες σκοπιμότητες υπηρετεί*- του ζήτησε να ανακαλέσει.
Φυσικά, δεν μπορούσε να μην πάρει θέση και ο Γ. Μπανιάς: Στο Κανάλι 1 του Πειραιά χαρακτήρισε «άστοχη» την παρέμβαση του Περικλή Κοροβέση, αλλά δήλωσε ότι είναι κατηγορηματικά αντίθετος με τη διαγραφή του. Ο ίδιος πιστεύει ότι μπορεί να είναι περισσότερο εύστοχος. Ιδού, λοιπόν, τι δηλώνει αμέσως μετά: «Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρχε εκείνη την εποχή, δεν οφείλει λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ να απολογηθεί για πράγματα που δεν ξέρει. Καμία συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ, πλην του ΣΥΝ, δεν είχε ανάμειξη είτε στην οικουμενική κυβέρνηση είτε προηγουμένως στην κυβέρνηση Τζαννετάκη».
Θα μπορούσε κανείς να πει στον Γ. Μπανιά ότι, αν και ο Λεωνίδας Κύρκος είχε ανάλογο ήθος, θα μπορούσε κάλλιστα να δηλώσει: «Ο Χαρίλαος Φλωράκης ήταν ο πρόεδρος του ενιαίου Συνασπισμού, αυτός συμμετείχε στη λήψη της επίδικης απόφασης. Εμείς, ως ΕΑΡ, δεν μπορούμε να απολογηθούμε για πράγματα που δεν ξέρουμε». Τι απάντησε όμως;
«Δεν θα έπρεπε ίσως να ασχοληθώ με τις βδελυρές συκοφαντίες που δεν αγγίζουν ούτε τον θανόντα Χαρίλαο Φλωράκη ούτε εμένα. Και φυσικά ολόκληρη την αριστερά, που ούτε είχε ούτε έχει καμία σχέση με τέτοιες φαντασιώσεις».
Δεν μπορούμε, όμως, να αφήσουμε ασχολίαστο ένα ακόμη ατόπημα. Ως απόδειξη ότι οι φήμες αυτές που αναπαρήγαγε ο Κοροβέσης έχουν βάση, ο δημοσιογράφος Γιώργος Βότσης αναφέρει ότι και η προδικτατορική ΕΔΑ ήταν ένα κόμμα που χρηματοδοτούνταν από μεγαλοκαπιταλιστές. «Η χούντα λ.χ. βρήκε στα αρχεία της ΕΔΑ να τη χρηματοδοτούν και μεγαλοκαπιταλιστές, όπως ο Στρ. Ανδρεάδης, ο Γερ. Πλυτάς κ.ά.».
Έγινε, λοιπόν, και η χούντα αξιόπιστη; Η πληροφορία αυτή είναι, μήπως, το ίδιο αξιόπιστη με εκείνη που μιλούσε για φορτία κυνηγετικών όπλων που με την προσθήκη νέας κάνης θα μπορούσαν να μετατραπούν σε πολεμικά, τα οποία επίσης βρήκε η χούντα; Ένα απλό ερώτημα: Ποιος τον εμποδίζει να δημοσιεύσει τις φωτοτυπίες των «εγγράφων» αυτών; Ή μήπως ανακυκλώνει πάλι ανεπιβεβαίωτες φήμες;
Τα πράγματα είναι πλέον καθαρά. Οι άνθρωποι που μέτρησαν το μπόι τους με τον ίσκιο τους λίγο πριν ο ήλιος δύσει, οι άνθρωποι που πίστεψαν ότι έχουν βάλει στο τσεπάκι τους τον κόσμο της ανανεωτικής αριστεράς, θέλουν να ολοκληρώσουν το έργο τους.
* Υποσημείωση:
Αναγνωρίζουμε ότι και ο Περικλής Κοροβέσης, με τη διά ζώσης κατάθεσή του στο Συμβούλιο της Ευρώπης, μαζί με πολλούς άλλους βασανισμένους από τη χούντα - όπως η Κίτυ Αρσένη, η Νατάσα Τσίρκα, ο Πέτρος Βλάσης, κ.ά.- συνέβαλαν στην απόφαση του Συμβουλίου να συνεχίσει τις έρευνές του για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα.
Ένα χρόνο μετά, όταν το Συμβούλιο της Ευρώπης είχε πλέον στα χέρια του έναν ογκώδη φάκελο - χάρις στην επινοητικότητα του σ. Χρήστου Παπαγιαννάκη, που μπόρεσε, παρά την άγρια σωματική έρευνα που του έκαναν οι φύλακες, να επιδώσει δεκάδες επώνυμες καταγγελίες φυλακισμένων - μεταξύ αυτών και όλοι οι φυλακισμένοι Ρηγάδες- στον αντιπρόσωπο του Συμβουλίου της Ευρώπης, που είχε επισκεφθεί τις φυλακές Αβέρωφ, ήταν τέτοιος ο όγκος των καταγγελιών, ώστε να είναι πλέον βέβαιη η αποπομπή της Ελλάδας.
Η χούντα έσπευσε, πριν τη διώξουν, να αποχωρήσει καταγγέλλοντας το Συμβούλιο της Ευρώπης. Μπορεί κανείς να βρει στο περιοδικό Harper’s, του Οκτωβρίου 1969, ένα πολύ μικρό μέρος των καταθέσεων αυτών (των Π. Κλαυδιανού, Αθανάσιου Κανελλόπουλου, Σωτήρη Αναστασιάδη, Νικηφόρου Σταματάκη, Γιάννη Πετρόπουλου, Μιχάλη Απανωμεριτάκη, Παναγιώτη Τζαβέλα, Νίκου Κιάου). Προς τι λοιπόν αυτή η προσπάθεια «αγιοποίησης» του Περικλή Κοροβέση; Είναι προφανές ότι τόσο ο Γ. Βότσης, όσο και ο Αλέκος Αλαβάνος, επιδιώκουν να τον θέσουν στο απυρόβλητο, πάνω από όργανα και θεσμούς.
Αντώνης Μαργαρίτης
Γιάννης Πετρόπουλος
Δημήτρης Μαρκάκης
Θανάσης Αθανασίου
Νικηφόρος Σταματάκης