Πού βρισκόμαστε; Πού θέλουμε να πάμε;

Μια εκλογική αναμέτρηση πάντα αποτελεί σημαντικό σταθμό. Από την άλλη δεν μπορεί να αξιολογηθεί απομονωμένα, αλλά ως μέρος ενός πλέγματος θεωρητικών επεξεργασιών, κοινωνικών δραστηριοτήτων και πολιτικών παρεμβάσεων. Ο κόσμος της αριστεράς δεν δικαιούται να «ξεχάσει» -μόνο και μόνο επειδή οι μεγάλες προσδοκίες για τις εκλογές δεν δικαιώθηκαν- ούτε τις επιτυχίες μιας περασμένης περιόδου ούτε τις αναλύσεις μας για τις δυσκολίες και προοπτικές που ανοίγει η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και η οικονομική κρίση.


Η ατζέντα που δεν έπεισε


Οι εκλογές στην Ευρώπη ενίσχυσαν τη θέση των συντηρητικών δυνάμεων και αποτέλεσαν μια τρομερή ήττα για τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας (ιδιαίτερα στη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Γερμανία). Με εξαίρεση το φωτεινό παράδειγμα της Πορτογαλίας, η ευρωπαϊκή αριστερά δεν μπόρεσε να παρουσιάσει σημαντική πρόοδο -και ιδιαίτερα δεν μπόρεσε να αλλάξει την ατζέντα. Δεν μπόρεσε, δηλαδή, να αναδείξει τον δημόσιο τομέα, τις συλλογικές λύσεις και τον κόσμο της εργασίας σε συστατικά στοιχεία μιας απάντησης στην οικονομική κρίση.


Αντιθέτως, κυριάρχησε μια «πολιτιστική» ατζέντα - μετανάστες, εγκληματικότητα κ.λπ. - όπου το συλλογικό και οι ανάγκες των πολλών παρουσιάζονται ως μέρος του προβλήματος. Η άνοδος της ακροδεξιάς, πριν απ’ όλα δηλώνει αυτό. Από αυτήν την άποψη, μάλιστα, δεν είναι τα ποσοστά που μετρούν, αλλά τα θέματα που κυριαρχούν και καθορίζουν μια οπτική, για να ιδωθεί η κρίση και οι απαντήσεις σε αυτήν.


Ο νεοφιλελευθερισμός και η κρίση συνεχίζουν να δημιουργούν φτώχια, ανισότητες και διακρίσεις, αλλά και σημαντικές αντιστάσεις. Μόνο που η αριστερά δεν μπόρεσε, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, να γενικεύσει αυτές τις αντιστάσεις, να αναδείξει τα κοινά ιδεολογικά και πολιτικά στοιχεία, να τα εντάξει σε μια στρατηγική αλλαγής των συσχετισμών με βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα πολιτικά επίδικα.


Η αριστερή στροφή του ΣΥΝ και η δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ βασίστηκε όχι μόνο στην κριτική του κυβερνητισμού και της κεντροαριστεράς, αλλά και σε μια ανάλυση που αναδείκνυε τη φτώχια μιας πολιτικής χωρίς κοινωνική γείωση, που δεν βασίζεται σε υπαρκτές κοινωνικές δυνάμεις. Μια τέτοια πολιτική είναι ευάλωτη στον υπάρχοντα συσχετισμό δύναμης, στις κυρίαρχες ιδεολογίες που πάντα δίνουν ερμηνείες για τη φύση των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων αλλά και στο πού και πώς, θα πρέπει να βρεθούν οι λύσεις.


Ο ΣΥΡΙΖΑ, με την κινηματική του λογική, προσπάθησε να χαράξει άλλη πορεία με σημαντικές επιτυχίες, ιδιαίτερα στο περιβαλλοντικό, εκπαιδευτικό και δικαιωματικό τομέα. Δεν μπόρεσε βέβαια να επεκτείνει αυτή τη λογική όσο θα θέλαμε. Για παράδειγμα δεν μπόρεσε, όπως έκανε το Μπλόκο στην Πορτογαλία, να εστιάσει την προσοχή του στους επισφαλείς εργαζόμενους με καμπάνιες που θα είχαν διάρκεια και συστηματικότητα.


Από την άλλη, η στρατηγική της αριστεράς δεν μπορεί να βασιστεί στο άθροισμα των αιτημάτων που έρχονται από τα κινήματα. Τα κινήματα αποτελούν φορέα όχι μόνο αιτημάτων αλλά και νέων ιδεών, πρακτικών και προτάσεων. Ο ρόλος του πολιτικού φορέα είναι αυτά να τα πολιτικοποιεί. Αυτό δεν μπόρεσε να το κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε πολλά αριστερά κόμματα στην Ευρώπη.


Και σε αυτό δεν βοηθά η κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας, αφού με αυτή την υποχώρηση δεν υπάρχουν κεντρώες δυνάμεις που αγωνίζονται, με το δικό τους τρόπο, υπέρ των συλλογικών λύσεων. Είμαστε τρομερά μόνοι, κάτι που δημιουργεί προβλήματα και δυνατότητες.


Η διαχείριση του αποτελέσματος και ο αρχηγισμός


Ίσως πιο ανησυχητικό στοιχείο για το ΣΥΡΙΖΑ από το ίδιο το αποτέλεσμα αποτέλεσε η διαχείριση του. Αυτό που έλειψε ήταν η συντεταγμένη και συλλογική αποτίμηση που θα έθετε τα ζητήματα προς συζήτηση στη βάση του ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτήν την κατάσταση το «όλοι φταίμε» αποτελεί υπεκφυγή. Μετά από τόσα χρόνια δεν έχουμε αποκτήσει τα αυτονόητα. Είναι ή δεν είναι αίτημα μας οι ηγέτες της αριστεράς να αποτελούν «πρώτους μεταξύ ίσων» και όχι πρίγκιπες που θέλουν να διαμορφώσουν καταστάσεις μακριά από τις συλλογικότητες της αριστεράς;


Ο σ. Αλαβάνος έχει μεγάλη ευθύνη για την αναστάτωση που δημιουργήθηκε. Αν τη δήλωση του μετά από την ανάκληση της παραίτησης την είχε κάνει αμέσως μετά από τις εκλογές, αν την είχε δώσει στα όργανα ως συμβολή σε μια συζήτηση που ήταν αναγκαία, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Όπως είπε, στις εκλογές δεν φάνηκε ότι είμαστε τόσο διαφορετικοί από τους άλλους. Μόνο που ο ίδιος έσπευσε να σφραγίσει αυτή την ομοιότητα με τον πιο καθαρό τρόπο.


Η ηθική απονομιμοποίηση που έχουμε υποστεί ως χώρος την προηγούμενη «βδομάδα της καταστροφής» είναι αληθινά συντριπτική. Τι κατάλαβαν οι άνθρωποι για μας μέσα από όσα εκτυλίχθηκαν; Σύγκρουση «αρχηγών», σύγκρουση για την αρχηγία, σύγκρουση ατόμων, με την πιο κακή της λέξης σημασία. Είναι πολύ δύσκολα ανατάξιμη αυτή η εικόνα. Και οι λίγες πιθανότητες που υπάρχουν δεν μπορούν να δοκιμαστούν αν δεν «πολιτικοποιηθούν». Η σύγκρουση αυτών των ημερών, για να δοκιμάσει να πείσει (;) πως δεν ήταν σύγκρουση ατόμων, θα πρέπει να εμφανιστεί ως διαφορετική πολιτική τοποθέτηση και σχέδιο. Έστω εκ των υστέρων. Έστω για τις ελάχιστες πιθανότητες που έχουμε άμεσα σε αυτό το πεδίο.


Και να ήταν μόνο αυτό. Η ανανεωτική πτέρυγα του ΣΥΝ με τη σειρά της έσπευσε στα ΜΜΕ για να διατυπώσει τη θέση της για αλλαγή πορείας, δημιουργώντας την εντύπωση κρίσης. Στην ΚΠΕ του ΣΥΝ διατύπωσε την ιδιόρρυθμη, για δύναμη της αριστεράς, θέση πως αυτή η αλλαγή δεν χρειάζεται νέο συνέδριο του ΣΥΝ στο μέτρο που οι κομματικοί συσχετισμοί είναι δεδομένοι. Αυτό που χρειάζεται είναι πολιτική συνεννόηση, μια και εμείς «αντιπροσωπεύουμε σημαντικό κομμάτι των ψηφοφόρων ή δυνάμει ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ», έχοντας και προνομιακή θέση στα ΜΜΕ. Δηλαδή, ελάτε πιο κοντά στις θέσεις μας γιατί έχουμε τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε μπάχαλο αν δεν ακουστούμε.


Και αυτοί που πιστεύουμε στην αριστερή στροφή και στο ΣΥΡΙΖΑ; Δημιουργήσαμε όλο αυτό τον καιρό μια συλλογική ηγεσία; Εντάξαμε όλο και πιο πολλά μέλη σε ουσιαστικές πολιτικές συζητήσεις για να έχουμε όλοι μέριμνα για την πορεία της αριστεράς και κοινά αντανακλαστικά στις αναπόφευκτες κρίσεις; Καλλιεργήσαμε μια συλλογική νοημοσύνη που θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις μεγάλες και μικρές προκλήσεις; Ή, αντιθέτως, περιοριστήκαμε σε μια διαμερισματοποίηση, όπου όλοι είχαν κάποιο ρόλο και κάποιοι λίγοι αποφασίζανε για τα μεγάλα στρατηγικά ζητήματα;


Τα οργανωτικά ζητήματα είναι πάντα και πολιτικά


Φτάσαμε στο τέλος της εποχής των μηχανισμών των αριστερών πολιτικών κομμάτων. Ούτε δημοκρατικοί είναι αυτοί οι θεσμοί ούτε αποτελεσματικοί. Κάθε κύμα κοινωνικών αντιδράσεων χρειάζεται να βρει το κατάλληλο θεσμικό σχήμα. Δεν πρόκειται, επ’ ουδενί, για «οργανωτικό ζήτημα». Τα ζητήματα δημοκρατίας δεν είναι «οργανωτικά» και γι’ αυτό οι βαθιές αλλαγές που πρέπει να γίνουν προϋποθέτουν τη νομιμοποίηση από ένα ευρύ σώμα του ΣΥΝ (ενδεχομένως συνέδριο).


Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να έχει μέλη και ενδιάμεσα όργανα που ελέγχονται από τη βάση, συλλογική ηγεσία που λογοδοτεί και ανακαλείται. Αποτελεί ένα πρωτότυπο εγχείρημα και πρέπει να συζητήσουμε και πρωτότυπα οργανωτικά σχήματα χωρίς φοβίες, αλλά και χωρίς τάσεις καπελώματος. Δεν αποτελεί λύση κάποια περισσότερη «δημοκρατία» στη βάση και η διαβούλευση μεταξύ ηγετών και συνιστωσών.


Δεν κρύβουμε τις δυσκολίες. Πρέπει να πούμε ανοικτά ότι ουδείς κατέχει όλες τις λύσεις και ότι πρέπει να τις επεξεργαστούμε όλοι και όλες μαζί. Εμείς θα καταθέσουμε τις επόμενες μέρες μια σαφή πρόταση, για να υπάρξει μια βάση συζήτησης. Γιατί αν δεν απαντήσουμε συλλογικά, δεν θα απαντήσουμε καθόλου.


Χάρης Γολέμης


Χρήστος Λάσκος


Χριστόφορος Παπαδόπουλος


Ευκλείδης Τσακαλώτος

 
eXTReMe Tracker